Μακρά τείχη
Φάρος στη νότια πλευρά του Κανθάρου, στην Πειραϊκή δίπλα στη θέση του τάφου του Θεμιστοκλή (Σταϊνχάουερ Γ.Α., 2000, σ.82)
«Λεγόταν Θεμιστοκλής και τον έλεγαν γιο του Νεοκλή»
Ο Θεμιστοκλής ήταν γιος του Νεοκλή, που ανήκε στην οικογένεια των Λυκομηδών, μία από τις πιο παλιές της Αθήνας από την οποία προέρχονταν πολλοί ιερείς. Η μητέρα του Αμβρότονον ήταν ξένη, ίσως από τη Θράκη ή την Καρία, και πιθανώς δούλη. Έτσι ο Θεμιστοκλής συνδύαζε αριστοκρατική και ταπεινή, ελληνική - αθηναϊκή και ξένη καταγωγή. Σύμφωνα, λοιπόν, με τους αυστηρότερους νόμους που θεσπίσθηκαν πριν από τον Κλεισθένη (ή και αργότερα τον Περικλή) δεν είχε πολιτικά δικαιώματα. Το ότι τα απέκτησε, το χρωστούσε στις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη (το 510-507 π.Χ.), που είχε επεκτείνει το δικαίωμα του Αθηναίου πολίτη σε όλους τους Έλληνες που ζούσαν και δούλευαν στην Ελλάδα. Δεν αποκλείεται στη νεότητα του ο Θεμιστοκλής να ήταν ένθερμος υποστηρικτής, ίσως και συνεργάτης του Κλεισθένη. Η πολιτική του μεταρρυθμιστή πολιτικού υπεράσπιζε τα συμφέροντα των ανθρώπων στους οποίους συγκαταλεγόταν και ο Θεμιστοκλής: Εκείνους που δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα και το θεωρούσαν άδικο, και αγωνίζονταν να τα αποκτήσουν, γιατί είχαν συνείδηση ότι ήταν Αθηναίοι, ότι προσέφεραν στην πόλη με τη δουλειά τους, πως δεν ήταν χειρότεροι από τους άλλους που είχαν απλώς την τύχη να γεννηθούν από δύο Αθηναίους γονείς. Η συνείδηση της καταγωγής του και οι πρώτοι του αγώνες σημάδεψαν το Θεμιστοκλή, τον έκαναν τον μεγαλύτερο ριζοσπαστικό δημοκρατικό ηγέτη της Αθήνας. Και μόνο αυτό θα έφτανε για να του εξασφαλίσει περιφανή θέση στην αρχαία ελληνική ιστορία. Όμως ο Θεμιστοκλής έφτασε πιο πέρα, ξεπέρασε τα στενά πολιτικά όρια και διαμάχες, κατόρθωσε να ταυτιστεί με την Αθήνα και να ενώσει το λαό της πόλης στην πιο κρίσιμη στιγμή της ιστορίας του. Έτσι, του αξίζει ο τίτλος του μεγαλύτερου πολιτικού της Αθήνας.
«Μιλήτου Άλωσις» και η προειδοποίηση των Αθηναίων
Πολιτική ιδιοφυία
Το 493 π.Χ. ο Θεμιστοκλής εκλέγεται επώνυμος άρχων, όταν το αξίωμα αυτό δεν είναι απλώς διακοσμητικό, όπως συμβαίνει σε μεταγενέστερες περιόδους. Αρχίζει την κατασκευή ενός μεγάλου έργου, που θα συμπληρώσει ο ίδιος μετά τους Περσικούς Πολέμους: Τειχίζει τον Πειραιά και προτείνει την κατασκευή των Μακρών Τειχών, που θα κάνουν την Αθήνα απόρθητη όσο είναι θαλασσοκράτειρα.
Δεύτερο σημαντικό γεγονός σημαδεύει τη χρονιά που ο Θεμιστοκλής είναι άρχων: Η δίκη του Μιλτιάδη. Κατήγοροί του είναι πολιτικοί αντίπαλοι, οπαδοί των Πεισιστρατιδών και των Αλκμεωνίδων. Δεν υπάρχουν αποδείξεις, όμως είναι πιθανό ο Θεμιστοκλής να υποστήριξε τον Μιλτιάδη και να πέτυχε την αθώωσή του. Ήξερε πως μακροπρόθεσμα ο Μιλτιάδης και οι δικοί του θα αντιστρατεύονταν την εσωτερική του πολιτική, γιατί τα συμφέροντα τους ήταν αντίθετα. Όμως τη στιγμή της δίκης στον νου και των δύο ανδρών προέχει ο περσικός κίνδυνος που πλησιάζει. (Η Ιωνική επανάσταση έχει κατασταλεί. Ο στρατός του Μαρδόνιου έχει υποτάξει τη Μακεδονία και τη Θράκη και μόνο ή τρικυμία, που βυθίζει τον περσικό στόλο στον Άθω, θα γλιτώσει την Αθήνα από την περσική εισβολή τη χρονιά εκείνη). Για το Θεμιστοκλή κάθε εχθρός των Περσών είναι σύμμαχος. Έτσι παραμερίζει τις πολιτικές αντιθέσεις που τον χωρίζουν από τον Μιλτιάδη και στη δίκη παίρνει το μέρος του.
Το 490 π.Χ. ο Θεμιστοκλής πήρε μέρος στη μάχη του Μαραθώνα, σαν στρατηγός της φυλής του, της Λεοντίδας. Η Λεοντίδα, μαζί με την Αντιοχίδα (στρατηγός ήταν Αριστείδης), αποτελούσε το αδύνατο κέντρο της αθηναϊκής παρατάξεως και είχε κρίσιμη αποστολή στη μάχη. Έπρεπε να υποχωρήσει με τάξη από το βάρος του περσικού κέντρου, δίνοντας τη δυνατότητα στα ενισχυμένα αθηναϊκά άκρα να συντρίψουν τα περσικά και μετά να κυκλώσουν το εχθρικό κέντρο. Έπρεπε να υποχωρήσει, αλλά να μην τραπεί σε φυγή. Ο Θεμιστοκλής και ο Αριστείδης κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν αυτόν το δύσκολο ελιγμό, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στη νίκη.
Μετά το Μαραθώνα, ακολούθησαν χρόνια σκληρών πολιτικών αγώνων ανάμεσα στις αντίπαλες παρατάξεις για την κατάληψη της εξουσίας. Ο Θεμιστοκλής αγωνίστηκε με κάθε μέσο, όπως και οι αντίπαλοι του για να πετύχει. Όμως εκείνο που τον ξεχωρίζει είναι η ύπαρξη ενός μακροχρόνιου σχεδίου, ενός οράματος, που έχει δύο σκέλη, ένα εξωτερικό και ένα εσωτερικό. Το εσωτερικό είναι η προώθηση των συμφερόντων της μεγάλης μάζας των φτωχότερων Αθηναίων. Ο Θεμιστοκλής γίνεται εκφραστής τους, και επιπλέον αρχηγός τους, λαϊκός ηγέτης, αλλά και ο άνδρας που κάνει το λαό να συνειδητοποιήσει τη δύναμή του. Τον σπρώχνει, τον αναγκάζει σχεδόν να αποκτήσει πιο ενεργό δράση στην πολιτική. Ζητά δικαιώματα για τη μεγάλη πλειοψηφία των φτωχών Αθηναίων, όμως το ζητά μόνο αφού τους βαρύνει με ευθύνη. Ζητά πολλά για το λαό της Αθήνας, απαιτεί όμως εξίσου πολλά από το λαό για την πόλη. Ο Θεμιστοκλής κάνει τους Αθηναίους να δέχονται βαριές θυσίες σαν τίμημα για την εξουσία που τους υπόσχεται πως θα αποκτήσουν αργότερα. Το καταπληκτικό είναι πως τους πείθει, και ότι η πλειοψηφία των Αθηναίων τον ακολουθεί με τυφλή εμπιστοσύνη σε αποφάσεις που φαινομενικά, και οπωσδήποτε βραχυπρόθεσμα, είναι κατά των συμφερόντων τους.
Το εξωτερικό είναι η περσική απειλή. Ο Θεμιστοκλής είναι από τους ελάχιστους που πιστεύουν ότι δεν έχει εκλείψει, πως η νίκη του Μαραθώνα δεν είναι οριστική, αλλά αποτελεί μόνο ανάπαυλα που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για προετοιμασία. Η σωστή προετοιμασία πρέπει να είναι η ναυπήγηση του ισχυρότερου στόλου που είχε ποτέ ελληνική πόλη. Εδώ, στη θάλασσα, στον στόλο, συναντιούνται τα δύο σκέλη της πολιτικής του. Για τον στόλο που ζητά χρειάζονται χιλιάδες κωπηλάτες (για 200 τριήρεις, περίπου 34.000 αν δεχτούμε 170 για κάθε τριήρη).
Ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Αθηναίους, με τους πόρους από το μεταλλείο ασημιού του Λαυρίου, να χρηματοδοτήσει τη δημιουργία μεγάλου εμπορικού και πολεμικού στόλου. Τα έσοδα από το μετάλλευμα δανείζονται σε πλούσιους Αθηναίους, οι οποίοι αντί τόκων υποχρεούνται να κατασκευάσουν από μια τριήρη!
Τα ναυτικά πληρώματα μπορούν να προέλθουν μόνο από την κατώτερη κοινωνική τάξη, τους θήτες, που δεν ήταν αρκετά πλούσιοι για να έχουν δική τους πανοπλία, ώστε να πολεμούν σαν οπλίτες. Όταν γίνουν κωπηλάτες, ο στόλος στηρίζεται πάνω τους. Η ναυτική Αθήνα τους έχει ανάγκη όπως δεν τους είχε ποτέ η μέχρι τότε κυρίως στεριανή Αθήνα. Οι θήτες το συνειδητοποιούν, καταλαβαίνουν την ισχύ τους και έχοντας επίγνωση της προσφοράς τους στη σωτηρία της πόλης, θα ζητήσουν και θα αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα που πριν δεν είχαν, όπως την εκλογή στα ανώτατα αξιώματα.
Μετά τον Μαραθώνα, ο Θεμιστοκλής προσπαθεί να εφαρμόσει το σχέδιο του για τη ναυπήγηση του στόλου. Θα συναντήσει, όμως, εμπόδια από τους πολιτικούς αντιπάλους του, τον Ίππαρχο, τον Μεγακλή, αρχηγούς των ολιγαρχικών —οπαδών του Πεισιστράτη— και του Αριστείδη, αρχηγού των συντηρητικών, που αν και ήταν οπαδός του Κλεισθένη, βρίσκει ότι ο Θεμιστοκλής πάει πολύ μακριά. Οι αντίπαλοι του Θεμιστοκλή δεν πιστεύουν στον περσικό κίνδυνο, αλλά οι οπαδοί του Ιππία επιθυμούν την περσική επέμβαση που θα αποκαταστήσει το παλαιό καθεστώς. Όλοι διαβλέπουν τον κίνδυνο που σημαίνει γι' αυτούς η αφύπνιση των θητών, αν πραγματοποιηθεί το ναυτικό πρόγραμμα του Θεμιστοκλή. Έτσι όλοι αντιτίθενται με διάφορες προφάσεις, όπως το υψηλό κόστος και η σπατάλη του δημόσιου χρήματος για άχρηστες δαπάνες. Οι προτάσεις του απορρίπτονται από την Εκκλησία του Δήμου.
Ο Θεμιστοκλής δεν παραδέχεται ότι έχει νικηθεί. Καταλαβαίνει πως δεν θα έχει την υποστήριξη των άλλων κομμάτων και πολιτικών αρχηγών. Έτσι, αλλάζει τακτική: αφού δεν μπορεί να συνεργασθεί μαζί τους, θα πετύχει παρά τη θέληση τους. Καταλαβαίνει πως πρέπει να εξοντώσει τους αντιπάλους του, να κυριαρχήσει στην Αθήνα, να γίνει κύριος του Δήμου. Τα επόμενα χρόνια θα τα αφιερώσει στον σκοπό αυτό. Και εκείνος και οι αντίπαλοι του μεταχειρίζονται κάθε μέσο, για να επικρατήσουν και να κερδίσουν την εύνοια του Δήμου. Ο Θεμιστοκλής χρησιμοποίησε (είναι ή πρώτη φορά που γινόταν αυτό), τα μαζικά «μέσα ενημέρωσης» της εποχής, για να ενισχύσει τη θέση του. Για να αναγκάσει τους Αθηναίους να συναισθανθούν τον περσικό κίνδυνο, γίνεται χρηματοδότης (χορηγός) ενός θεατρικού έργου πού έγραψε ο Φρύνιχος, του «Μιλήτου Άλωσις». Είναι μία προειδοποίηση προς τους Αθηναίους. Πρέπει να ξέρουν ποια θα είναι η τύχη τους αν βρεθούν απροετοίμαστοι, όταν οι Πέρσες θα φτάσουν στην Ελλάδα: Καταστροφή και υποδούλωση όπως συνέβη με τη Μίλητο το 494 π.Χ.
Ο οστρακισμός
Το κύριο όπλο που κάθε πολιτικός προσπαθεί να στρέψει εναντίον των αντιπάλων του είναι ένας νόμος του Κλεισθένη, ο οστρακισμός. Ο νόμος αυτός προβλέπει ότι κάθε χρόνο μετά από ψηφοφορία οι Αθηναίοι μπορούν να εξορίσουν για δέκα χρόνια οποιονδήποτε θεωρούν επικίνδυνο για το δημοκρατικό πολίτευμα. Ο νόμος έχει προληπτικό χαρακτήρα: Δεν χρειάζεται κατηγορία, ούτε δίκη. Αρκεί η κρίση του λαού.
Κατά την ψηφοφορία, στην οποία έχουν δικαίωμα να λάβουν μέρος όλοι οι Αθηναίοι πολίτες, κάθε πολίτης γράφει σε ένα κομμάτι από αγγείο (όστρακο, από όπου η λέξη οστρακισμός), το όνομα εκείνου που θεωρεί επικίνδυνο για τη δημοκρατία. Ό πολιτικός του οποίου το όνομα αναφέρεται στα περισσότερα όστρακα εξορίζεται.
Ο νόμος δεν είχε εφαρμοσθεί μέχρι τότε. Εφαρμόζεται για πρώτη φορά το 488 π.Χ. και ο αρχηγός των ολιγαρχικών, Ίππαρχος, εξορίζεται. Τα επόμενα χρόνια, παρά τις προσπάθειες των ολιγαρχικών να εξορισθεί ο Θεμιστοκλής (έχουν βρεθεί πολλά όστρακα με το όνομα του), η επιρροή που ασκεί ο πολιτικός άνδρας στον λαό παραμένει αμείωτη. Τον Ίππαρχο θα ακολουθήσουν στην εξορία ο Μεγακλής, ανιψιός του Κλεισθένη από την οικογένεια των Αλκμεωνίδων, που, αντίθετα με τον Κλεισθένη, εκπροσωπούσε τους αριστοκράτες, ο Ιπποκράτης, άλλος πολιτικός από την οικογένεια των Αλκμεωνίδων, ο Ξάνθιππος (πατέρας του Περικλή) και τελικά ο πιο επικίνδυνος αντίπαλος του Θεμιστοκλή, ο αρχηγός των συντηρητικών Αριστείδης. Η νίκη του Θεμιστοκλή ήταν πλήρης. Όλοι οι αντίπαλοι του είχαν εξορισθεί. Ήταν αδιαφιλονίκητος ηγέτης της Αθήνας. Η νίκη του οφειλόταν στην επιρροή του στην «τρίτη τάξη», τους θήτες. Οι πολυάριθμοι θήτες, έτσι κι αλλιώς, ψήφιζαν πάντα συγκεντρωτικά, σύμφωνα με την καθοδήγηση του Θεμιστοκλή. Αντίθετα, οι πολιτικοί αντίπαλοι του ήταν μοιρασμένοι. Κατόρθωσαν να ενωθούν εναντίον του μόνο όταν ήταν πια πολύ αργά.
Με τον εξοστρακισμό του Αριστείδη δεν απέμενε στην Αθήνα πολιτικός ικανός να αντιταχθεί στο ναυτικό πρόγραμμα του Θεμιστοκλή. Έπρεπε, όμως, να πεισθούν οι ίδιοι οι Αθηναίοι. Τα γεγονότα βοήθησαν τον Θεμιστοκλή, που τα εκμεταλλεύτηκε με ιδιοφυία. Σε μεγάλο βαθμό τους έδωσε την κατεύθυνση που ο ίδιος ήθελε.
Η ήττα από τους Αιγινήτες... Και μια θαλασσοκράτειρα γεννιέται.
Εκείνη την εποχή πέθανε ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης. Ο θάνατος του χαλάρωσε προσωρινά τη συνοχή της Πελοποννησιακής Συμμαχίας και τη σπαρτιατική εξουσία πάνω της. Οι ολιγαρχικοί Σπαρτιάτες αντιμετώπιζαν πάντα με φιλυποψία κάθε τι το δημοκρατικό και φυσικά και την πιο δημοκρατική πόλη της Ελλάδας, την Αθήνα. Όσο ζούσε ο Κλεομένης, που είχε αντιληφθεί τον περσικό κίνδυνο, οι Σπαρτιάτες ανέχονταν την Αθήνα. Μετά τον θάνατο του η πολιτική των Σπαρτιατών αντιστράφηκε. Τώρα υποστήριζαν την παλιά αντίπαλο της Αθήνας, την Αίγινα. Ο Κλεομένης είχε θέσει τέρμα στον πόλεμο Αθήνας - Αίγινας πριν από τον Μαραθώνα, αναγκάζοντας την Αίγινα να δώσει ομήρους στην Αθήνα. Τώρα, ο βασιλιάς της Σπάρτης Λεωτυχίδης, ήρθε με αιγινήτικη αντιπροσωπεία στην Αθήνα, ζητώντας την απελευθέρωση των ομήρων.
Οι Αθηναίοι δε δέχτηκαν. Μπορούμε και στην περίπτωση αυτή να διακρίνουμε την καθοδήγηση του Θεμιστοκλή. Ο Θεμιστοκλής επιζητούσε την αναμέτρηση με την Αίγινα, γιατί η Αίγινα ήταν ναυτική δύναμη. Για να φέρει σε πέρας τον πόλεμο εναντίον της, η Αθήνα έπρεπε να μεταβληθεί και εκείνη σε ναυτική δύναμη. Ο πόλεμος άνοιγε τον δρόμο για την εφαρμογή του ναυτικού προγράμματος. Ο Θεμιστοκλής χρησιμοποίησε τον κοντινό και εμφανή κίνδυνο, την Αίγινα, σαν πρόφαση για να ναυπηγήσει τον στόλο που θα αντιμετώπιζε τον μακρινό, αλλά ασύγκριτα μεγαλύτερο κίνδυνο, τους Πέρσες.
Η αναμέτρηση ήταν αμφίρροπη και οι Αθηναίοι, παρά την κορινθιακή βοήθεια, έχασαν μια ναυμαχία. Το ναυτικό των Αιγινητών ήταν πιο έμπειρο, με μακροχρόνια παράδοση.
Ναυτική εξόρμηση.
Ο Θεμιστοκλής εκμεταλλεύτηκε την αθηναϊκή ήττα, που τη στιγμή αυτή του ήταν πιο χρήσιμη από μια νίκη. Οι Αιγινήτες ήταν πιο εμπειροπόλεμοι, ήταν ανώτεροι, πλοίο προς πλοίο. Αφού είχαν ποιοτική υπεροχή, η Αθήνα μπορούσε να τους νικήσει μόνο με την αριθμητική υπεροχή. Ήταν η πιο πολυάνθρωπη πόλη της κυρίως Ελλάδας. Μπορούσε να φτιάξει στόλο ισχυρό. Ένα στόλο από 200 και πάνω νέες τριήρεις, ένα στόλο τριπλάσιο ή τετραπλάσιο από τον αιγινήτικο, που όμοιο του δεν είχε δει ποτέ ο ελληνικός χώρος Το κόστος για τη ναυπήγηση του ήταν μεγάλο και αδύνατον να καλυφθεί με τα συνηθισμένα κρατικά έσοδα. Ο Θεμιστοκλής όμως είχε και εδώ έτοιμη την πρόταση του. Μιλώντας στην Εκκλησία του Δήμου, στον πιο κρίσιμο λόγο της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, έπεισε τους Αθηναίους, ιδιαίτερα πάλι τη μεγάλη πλειοψηφία των φτωχών, απλών Αθηναίων, να κάνουν μεγάλη προσωπική οικονομική θυσία. Τους κάλεσε να δώσουν τα έσοδα από τα ορυχεία ασημιού της Μαρώνειας, στο Λαύριο.
Λες και η τύχη ήταν η πιο πιστή σύμμαχος του Θεμιστοκλή: Εκείνη την εποχή στα ορυχεία, που λειτουργούσαν ήδη από αιώνες, είχε ανακαλυφθεί μια νέα, πολύ πλούσια φλέβα. Τα έσοδα έφταναν τα 100 τάλαντα ή τις 600.000 δραχμές, όταν το ημερομίσθιο ενός μέσου Αθηναίου ήταν περίπου 1 δραχμή. Τα έσοδα θα μοιράζονταν στους Αθηναίους: Από 10 δραχμές περίπου στον καθένα!
Στο λόγο του ο Θεμιστοκλής θα πρέπει να μίλησε για τον κοντινό κίνδυνο, την Αίγινα, το μακρινό, τους Πέρσες, τα οφέλη για τους θήτες, που θα αποκτούσαν αποφασιστική πολιτική δύναμη, για το λαμπρό μέλλον της θαλασσοκράτειρας Αθήνας, όπως το οραματιζόταν. Και ο λαός πείστηκε, τον ακολούθησε, ψήφισε το ναυτικό πρόγραμμα προσφέροντας τα χρήματα του Λαυρίου. Ήταν μια συγκινητική χειρονομία. Ό Θεμιστοκλής είχε κεντρίσει τον πατριωτισμό και την υπερηφάνεια όλων.Τελικά, τα έσοδα από το μετάλλευμα δανείζονται σε πλούσιους Αθηναίους, οι οποίοι αντί τόκων υποχρεούνται να κατασκευάσουν από μια τριήρη! Ο νέος στόλος ήταν στόλος κάθε Αθηναίου, γιατί κάθε Αθηναίος είχε προσφέρει χρήματα για τη ναυπήγηση του.
Τα ονόματα των τριήρων της εν Σαλαμίνι ναυμαχίας.
Έτσι, χάρη στη μεγαλοφυΐα του Θεμιστοκλή και την αυταπάρνηση των Αθηναίων, που δέχτηκαν να θυσιάσουν το οικονομικό όφελος του παρόντος για το μέλλον που τους υποσχόταν, η Ελλάδα απέκτησε την τελευταία σχεδόν στιγμή το στόλο που θα την έσωζε. Αν ο λόγος του Θεμιστοκλή δεν είχε πείσει τους Αθηναίους, αν ο στόλος δεν είχε ναυπηγηθεί έγκαιρα, τότε δεν θα είχαν γίνει οι ναυμαχίες στο Αρτεμίσιο και τη Σαλαμίνα και κατά πάσα πιθανότητα η Ελλάδα θα είχε υποδουλωθεί στους Πέρσες. Η εξέλιξη της ελληνικής και της ευρωπαϊκής ιστορίας θα ήταν διαφορετική.
Το 483-482 π.Χ., όταν ήταν επώνυμος άρχων ο Νικομήδης, η Αθήνα μεταβλήθηκε σε απέραντο ναυπηγείο. Σε κάθε όρμο και παραλία κατασκευάζονταν πλοία, τα περισσότερα εργαστήρια της πόλης εργάζονταν για να ετοιμάσουν τις παραγγελίες για τα εφόδια του στόλου, σχοινιά, πανιά, καρφιά, έμβολα, κουπιά, χρώματα και τόσα άλλα. Οι νέες αθηναϊκές τριήρεις ήταν φτιαγμένες ειδικά για να πολεμήσουν αποτελεσματικά στο είδος της συγκρούσεως για την οποία τις προόριζε ο Θεμιστοκλής. Μια και ο ελληνικός στόλος ήταν σίγουρο ότι θα υστερούσε αριθμητικά από τον περσικό, έπρεπε να διαλέξει κλειστά, περιορισμένα νερά για ναυμαχία, γιατί τα νερά αυτά δεν θα έδιναν στους Πέρσες τη δυνατότητα να υπερκεράσουν με τον μεγαλύτερο στόλο τους τον ελληνικό και να τον κυκλώσουν, όπως θα μπορούσαν να κάνουν σε ανοιχτή θάλασσα. Μέσα σε στενά, όπως στο Αρτεμίσιο και στη Σαλαμίνα, δεν υπήρχε χώρος για πολλούς ελιγμούς. Η σύγκρουση θα ήταν μετωπική, όπου το βαρύτερο πλοίο θα είχε την υπεροχή. Η μάχη θα γινόταν σώμα προς σώμα από τους οπλίτες των πλοίων• και σε τέτοιου είδους σύγκρουση οι Έλληνες οπλίτες υπερείχαν. Σε κλειστά νερά η υπεροχή των φοινικικών πλοίων σε ελιγμούς επίσης θα εκμηδενιζόταν.
Η στρατηγική του Θεμιστοκλή αφήνει να διακρίνει κανείς τον τύπο πλοίου που κατασκεύασε η Αθήνα. Ό Ηρόδοτος άλλωστε το αναφέρει ρητά σε δύο σημεία, που μερικοί ιστορικοί δεν πρόσεξαν αρκετά: Στην 8η Ιστορία, κεφ. 60α, ο Θεμιστοκλής λέει στους Έλληνες, ότι εφόσον «...έχουμε πλοία βαρύτερα και λιγότερα στον αριθμό, δεν συμφέρει να ναυμαχήσουμε σε ανοιχτό πέλαγος». Και στην 8η ιστορία, κεφ. 10, όπου γράφει ότι τα περσικά πλοία «έπλεαν καλύτερα» (ήταν πιο ευέλικτα). Έτσι την τελευταία σχεδόν στιγμή η Αθήνα απέκτησε το στόλο που θα έκανε τη θαλασσινή αναμέτρηση δυνατή. Ήταν καιρός, γιατί ο περσικός στρατός και στόλος κατευθυνόταν ήδη προς την Ελλάδα.
Στρατηγός στο Μαραθώνα, ναύαρχος στη Σαλαμίνα.
Στα συμβούλια των Ελλήνων αποφασίστηκε να κρατηθεί η περσική εισβολή όσο γινόταν βορειότερα. Η πρώτη γραμμή άμυνας ήταν ο Όλυμπος και τα στενά που οδηγούσαν στη Θεσσαλία.
Πράγματι, ο ελληνικός στρατός κατευθύνθηκε στα στενά και έμεινε για λίγο καιρό εκεί φυλάσσοντάς τα. Αναγκάσθηκε, όμως, να υποχωρήσει πολύ πριν εμφανισθεί ο περσικός στρατός. Ο Θεμιστοκλής διοικούσε τον αθηναϊκό στρατό που είχε πάει στα Τέμπη. Οι λόγοι που οδήγησαν στην υποχώρηση ήταν ότι οι περισσότεροι Θεσσαλοί είχαν δώσει ήδη "γη και ύδωρ" στους απεσταλμένους των Περσών και ήταν αμφίβολοι σύμμαχοι. Προτίμησαν να υποταχθούν, όπως οι Μακεδόνες, παρά να αντιμετωπίσουν την περσική οργή, αν οι υπόλοιποι Έλληνες αναγκάζονταν να υποχωρήσουν. Οι ορεινές φυλές, κυρίως οι Περραιβοί και οι Μάγνητες, είχαν δειχτεί ευνοϊκές προς τους Πέρσες και θα μπορούσαν να οδηγήσουν τμήματα του περσικού στρατού από τα ορεινά μονοπάτια, που γνώριζαν καλύτερα από όλους, για να υπερκεράσουν την ελληνική δύναμη στα Τέμπη. Αν οι Έλληνες είχαν μείνει στα Τέμπη είναι πολύ πιθανό η ιστορία των Θερμοπυλών να είχε γραφεί εκεί.
Όμως ο πιο σημαντικός λόγος της υποχωρήσεως ήταν η έλλειψη κατάλληλου χώρου για ναυμαχία. Η θάλασσα ήταν ανοιχτή, δεν υπήρχαν πουθενά στενά που να προσέφεραν το τακτικό πλεονέκτημα στο όποιο στήριζε κυρίως τη στρατηγική του ο Θεμιστοκλής. Αν ο ελληνικός στόλος ναυμαχούσε στη θάλασσα στα ανοιχτά της Θεσσαλίας, κινδύνευε να κυκλωθεί και να νικηθεί. Αν δε ναυμαχούσε και άφηνε ακάλυπτο το στρατό, τότε ο περσικός στόλος θα μπορούσε να αποβιβάσει στρατό στα νώτα του ελληνικού, στα Τέμπη, να τον κυκλώσει και να του κόψει το δρόμο της υποχωρήσεως και τις επικοινωνίες με τις βάσεις του. Η απόφαση να εγκαταλειφθούν τα Τέμπη οπωσδήποτε πρέπει να υποστηρίχθηκε από τον Θεμιστοκλή.
Η επόμενη αμυντική τοποθεσία βρισκόταν στις Θερμοπύλες και το Αρτεμίσιο, στα στενά νερά ανάμεσα στην Εύβοια και το άκρο του Παγασητικού Κόλπου. Εδώ αποδείχτηκε πως η στρατηγική του Θεμιστοκλή ήταν σωστή, γιατί στις ναυμαχίες που ακολούθησαν ο ελληνικός στόλος κράτησε τις θέσεις του και προξένησε αρκετές απώλειες στους Πέρσες, ενώ οι δικές του απώλειες ήταν μικρότερες. Ο στόλος υποχώρησε μόνο όταν έπεσαν οι Θερμοπύλες παρέμεινε αήττητος.
Ο ελληνικός στόλος υποχώρησε στη Σαλαμίνα. Όλα φαίνονταν πως είχαν χαθεί. Οι Αθηναίοι, όμως, χάρη στη συμβουλή και την καθοδήγηση του Θεμιστοκλή, είχαν πάρει τα μέτρα τους ακόμη και για τη χειρότερη περίπτωση, για το αν οι Πέρσες έφταναν στην Αθήνα. Ήταν αδύνατη η υπεράσπιση της ατείχιστης πόλης. Η κατάληψη της ήταν αναπόφευκτη. Οι Πέρσες, όμως, θα καταλάμβαναν μια πόλη έρημη: 0ι Αθηναίοι είχαν δεχτεί το «ψήφισμα του Θεμιστοκλή» και είχαν μεταφέρει τα γυναικόπαιδα, τους γέρους και όσα προσωπικά αντικείμενα και ζώα μπορούσαν στην Τροιζήνα και τη Σαλαμίνα. Η ψυχή της Αθήνας έπαλλε όχι στην άδεια πόλη, αλλά στα ξύλινα τείχη, τον στόλο, που ήταν η ασπίδα και το δόρυ της, ακόμη και η τελική διέξοδος, αν η άμυνα αποτύγχανε. Η απειλή του Θεμιστοκλή, πως οι Αθηναίοι θα έμπαιναν στα πλοία και θα αναζητούσαν νέα πατρίδα στην Ιταλία, ήταν αληθινή: Έτσι, οι άλλοι αρχηγοί των Ελλήνων τη δέχτηκαν. Η ύπαρξη του τόσο μεγάλου στόλου έδινε στο Θεμιστοκλή θέση ισχύος που δεν είχε καμιά άλλη ελληνική πόλη, γιατί καμιάς ο στόλος δεν ήταν τόσο πολυάριθμος, για να μεταφέρει όλο τον πληθυσμό μακριά από την περσική απειλή. Στην κρίσιμη στιγμή του συμβουλίου της Σαλαμίνας, χρησιμοποίησε σαν έσχατο επιχείρημα και πάλι τον αθηναϊκό στόλο. Η δήλωση του, όπως την αναφέρει ο Ηρόδοτος, ήταν τελεσίγραφο για τους άλλους αρχηγούς.Ή θα έμεναν και θα πολεμούσαν όλοι στη Σαλαμίνα, ή θα πολεμούσαν χωρίς τον αθηναϊκό στόλο. Οι Αθηναίοι θα αναζητούσαν αλλού πατρίδα. Ήταν οι μόνοι που μπορούσαν. Για τους άλλους Έλληνες η εκλογή ήταν ή να πολεμήσουν στη Σαλαμίνα ή να διαλέξουν την υποδούλωση στους Πέρσες ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού τους, που δε θα μπορούσαν να πάρουν στα πλοία αν έφευγαν ακολουθώντας τους Αθηναίους σε αναζήτηση νέας πατρίδας. Η νίκη, πάντως, χωρίς τον αθηναϊκό στόλο, ήταν αδύνατη. Ο Θεμιστοκλής είχε προβλέψει πως η Σαλαμίνα ίσως γινόταν η τελευταία γραμμή άμυνας των Ελλήνων, αν έπεφταν οι Θερμοπύλες. Απεναντίας είχε αποκλείσει τον Ισθμό για τον ίδιο λόγο που απέκλεισε τα Τέμπη. Η τοποθεσία στην ξηρά ήταν ισχυρή, στη θάλασσα όμως όχι. Και ο αγώνας θα κρινόταν στη θάλασσα.
Ο Ηρόδοτος και ο χρησμός για τα «ξύλινα τείχη»
Η εικασία πως ο Θεμιστοκλής είχε υπολογίσει τη Σαλαμίνα σαν τελευταίο καταφύγιο του ελληνικού στόλου, ενισχύεται και από τον χρησμό του Μαντείου των Δελφών. Οι Αθηναίοι είχαν ζητήσει χρησμό από τους Δελφούς πριν από το ψήφισμα του Θεμιστοκλή. Το Μαντείο, που είχε φιλομηδικές τάσεις, υπολογίζοντας πως οι Έλληνες είχαν πολύ λίγες πιθανότητες να νικήσουν, έδωσε έναν πρώτο χρησμό που προμήνυε καταστροφή για τους Αθηναίους. Οι απεσταλμένοι, όμως, ακολουθώντας προφανώς οδηγίες του Θεμιστοκλή, δε δέχτηκαν να γυρίσουν με τον χρησμό αυτόν, αλλά χρησιμοποίησαν διπλωματικά μέσα, για να φέρουν στην Αθήνα ένα χρησμό αποδεκτό από τον Θεμιστοκλή, που θα έκανε τους θεοσεβούμενους και αρκετά προληπτικούς Αθηναίους να δεχτούν την ερμηνεία που εκείνος σκόπευε να δώσει. Οι απεσταλμένοι βρήκαν τον Τίμωνα του Ανδροβούλου, έναν από τους σημαίνοντες των Δελφών και εκείνος μεσολάβησε στο ιερατείο και την Πυθία Αριστονίκη, που πείστηκε να δώσει δεύτερο χρησμό, πιο ευνοϊκό για τους Αθηναίους. Είναι ο γνωστός χρησμός που περιέχει τα λόγια «...ο παντεπόπτης Ζευς δίνει την άδεια στην Τριτογενή να μείνει απόρθητο μόνο το ξύλινο τείχος που θα προστατέψει εσένα και τα παιδιά σου...»• και καταλήγει: «Ω θεία Σαλαμίς, πολλά παλικάρια εσύ θα φας, είτε όταν σπέρνεται το σιτάρι είτε όταν θερίζεται».
Ο χρησμός περιείχε τα στοιχεία που ήθελε ο Θεμιστοκλής. Είχε ουσιαστικά ζητήσει ο ίδιος από την αντιπροσωπεία να γίνει αυτό. Το ξύλινο τείχος, δηλαδή τα πλοία, και τη θεϊκιά Σαλαμίνα, που μόνο τότε θα ήταν θεϊκιά για τους Έλληνες, αν προμήνυε ελληνική νίκη, αν τα παλικάρια που θα χάνονταν δεν θα ήταν οι Έλληνες, αλλά οι εχθροί τους.
Κατά την εκδοχή αυτή, ο Θεμιστοκλής παρουσιάζεται να μη διστάζει να κατασκευάσει το χρησμό σύμφωνα με τη στρατηγική του εκτίμηση και να εκμεταλλευθεί τη δεισιδαιμονία των πολλών Αθηναίων, για να τους πείσει να δεχθούν ό,τι ο ίδιος πίστευε σωστό. Είναι μια από τις πρώτες περιπτώσεις που η θρησκεία και το ιερατείο τίθενται, έστω και παρά τη θέληση τους, στην υπηρεσία της πολιτικής και του κράτους.
Έτσι ο Θεμιστοκλής είχε δύο επιχειρήματα, για να πολεμήσει ο ελληνικός στόλος στη Σαλαμίνα: Το χρησμό, τη θεϊκή παραίνεση, και την απειλή ότι αν δε γινόταν αυτό, ο αθηναϊκός στόλος θα έφευγε για την Ιταλία.
Η παραπλάνηση
Δεν ήθελε όμως να αφήσει τίποτε στην τύχη, όσο ήταν ανθρώπινα δυνατό. Μετέβαλε, λοιπόν, σε ακούσιο σύμμαχο του τον ίδιο τον Ξέρξη με το τέχνασμα να του στείλει τον δούλο του με μήνυμα πως ο ελληνικός στόλος ήταν έτοιμος να αποπλεύσει.
Οι Πέρσες έπεσαν στην παγίδα, όχι μόνο γιατί πίστεψαν το μήνυμα, αλλά γιατί προφανώς είχαν παρόμοιες πληροφορίες και από άλλες πηγές, ότι δηλαδή οι Έλληνες διαφωνούσαν για το αν θα έπρεπε να μείνουν στη Σαλαμίνα ή όχι. Το μήνυμα του Θεμιστοκλή επιβεβαίωσε τις προηγούμενες πληροφορίες και είχε άλλα δύο θετικά αποτελέσματα: 0ι Πέρσες έστειλαν ένα τμήμα του στόλου τους, την αιγυπτιακή μοίρα, πού είχε διακριθεί στο Αρτεμίσιο, να αποκλείσει και τα δύο ανοίγματα πού σχηματίζει ο Κόλπος της Ελευσίνας προς τη Μεγαρίδα. Έτσι η μοίρα αυτή δεν πήρε καθόλου μέρος στην αποφασιστική σύγκρουση. Ακόμη, οι Πέρσες, νομίζοντας πως οι Έλληνες υποχωρούν, μπήκαν άτακτα στο στενό δίνοντας ένα πρόσθετο πλεονέκτημα στον ελληνικό στόλο.
Δες τη ναυμαχία
Συμπέρασμα
Ο Θεμιστοκλής και οι άλλοι αρχηγοί είχαν κάνει ό,τι ήταν δυνατό, για να δώσουν τις καλύτερες προϋποθέσεις στον ελληνικό στόλο.
Η ναυμαχία της Σαλαμίνας έγινε η αποφασιστική αναμέτρηση, η αποφασιστική νίκη που δικαίωσε τους Έλληνες και πρώτο το Θεμιστοκλή. Η Σαλαμίνα ήταν η τελευταία τάφρος που προστάτευε την ελληνική ελευθερία, η τάφρος που δε διάβηκαν οι Πέρσες. Ήταν θρίαμβος της ελεύθερης Ελλάδας και θρίαμβος των προσπαθειών και των αγώνων του Θεμιστοκλή. Εκείνος είχε διακρίνει πρώτος τον κίνδυνο, εκείνος είχε υπολογίσει σωστά το στοιχείο όπου έπρεπε κυρίως να αντιμετωπισθεί, τη θάλασσα, είχε καταλάβει τι χρειαζόταν για να το κάνει, είχε αγωνισθεί με πείσμα, υπομονή και επιμονή, χωρίς κανένα δισταγμό για να κατασκευάσει η Αθήνα το όπλο που της χρειαζόταν, το στόλο. Στην κρίσιμη στιγμή, την τελευταία σχεδόν στιγμή, η Αθήνα δε θα βρισκόταν ανέτοιμη.
Η Αθήνα είχε καταστραφεί ολοσχερώς από τους Πέρσες. Είχε, όμως, νικήσει, είχε κερδίσει την ελευθερία, είχε προστατεύσει τη δημοκρατία. Στη Σαλαμίνα γεννήθηκε η αθηναϊκή θαλασσοκρατία, που θα οδηγούσε στην πρωτοφανή άνθηση της επόμενης πεντηκονταετίας. Από τις στάχτες της Αθήνας και το θρίαμβο της Σαλαμίνας θα ξεπηδούσε η χρυσή Αθήνα του Περικλή.
Περισσότερο από ό,τι σε κάθε άλλο άνδρα, η Ελλάδα όφειλε τη σωτηρία της στον Αθηναίο πολιτικό, που πρώτος διείδε την περσική απειλή και αφιέρωσε τις δυνάμεις του στην προετοιμασία της Αθήνας και της Ελλάδας, για την αντιμετώπιση της. Ο Πλούταρχος στον Βίο του το αναγνωρίζει όταν γράφει: «Γι' αυτό και φαίνεται ότι υπήρξε ο κύριος συντελεστής της σωτηρίας της Ελλάδος κι ότι αύξησε ακόμη περισσότερο τη δόξα των Αθηναίων, γιατί τους έκανε να νικήσουν με την ανδρεία τους τους εχθρούς και με την καλή τους γνώμη τους συμμάχους».
ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΙΔΗΣΗ:
"Ο προδότης Θεμιστοκλής, πέθανε στην Περσία."
Ο Θεμιστοκλής εξορίστηκε στο Άργος, όταν ξέπεσε από το αξίωμα του, γιατί είχε αντιταχθεί στην αντιπερσική πολιτική, των διαδόχων του. Ο νικητής των Περσών θεωρούσε πλέον ως επιτακτικότερη ανάγκη την εξουδετέρωση της Σπάρτης, που ξεσήκωνε κι άλλες ελληνικές πόλεις κατά της Αθήνας. Οι Σπαρτιάτες συκοφάντησαν τον Θεμιστοκλή ως... κατάσκοπο των Περσών! Αυτό συνέφερε το Ολιγαρχικό κόμμα, που αμέσως, το κατάγγειλε και ενώ οι οπαδοί του ξεσήκωναν τους Αθηναίους, οι οποίοι αρχικά το 471 π.Χ. τον εξορίζουν στο Άργος και το 467 π.Χ. τον καταδικάζουν σε θάνατο. Ο Θεμιστοκλής μόλις και πρόλαβε να φυγαδευτεί από φίλους του.
Πού κατέφυγε; Στην αυλή του ηττημένου του Ξέρξη, γιατί όπου αλλού κι αν πήγαινε θα τον έβρισκαν οι ολιγαρχικοί και θα τον εξόντωναν.
Πώς πέθανε; Κατά τον Πλούταρχο, δε δέχτηκε να εκστρατεύσει κατά των Ελλήνων, όπως του πρότεινε ο βασιλιάς Αρταξέρξης ο Α΄και αυτοκτόνησε το 461 π.Χ. πίνοντας δηλητήριο.
Πηγή http://users.att.sch.gr/cosmathan/salamis/themistocles.htm, Γράφτηκε με βάση το άρθρο του Νίκου Κ. Κυριαζή στο περιοδικό "Ιστορία εικονογραφημένη", τ. 190, Απρίλιος 1984
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου