Μαγεία και Μάγοι
Η έννοια της μαγείας δεν είναι στατική: η άσκησή της αποτελεί μια αποκλίνουσα συμπεριφορά. Το κοινωνικό σύνολο προσδιορίζει κάθε φορά τη μαγεία με βάση την επιθυμία μιας ομάδας να επιβάλει τη δική της θρησκευτική αντίληψη και να καταδικάσει όλες τις άλλες. Τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας ορίζουν τη μαγεία ως μια μορφή θρησκείας
βασισμένη στο ψεύδος και στην απάτη, η οποία απειλεί την κοινωνική συνοχή. Οι κατηγορίες για μαγεία ως εκ τούτου είναι εξίσου σημαντικές για την κατανόηση του φαινομένου με την ίδια την τέλεση των μαγικών πράξεων.
Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, οι μάγοι της εποχής του ανήκαν στην κατηγορία εκείνη των ειδικών του υπερφυσικού που προσέφεραν επί χρήμασι τις υπηρεσίες τους περιπλανώμενοι. Αυτή η μορφή άσκησης των μαγικών τεχνών εξηγεί και τη διάδοση βασικά όμοιων πρακτικών (κατάδεσμων, επωδών, κολοσσών, φυλακτηρίων) στο σύνολο του αρχαίου κόσμου. Αρκετές σατιρικές παρουσιάσεις ξένων, περιπλανώμενων μάγων απαντούν στο έργο του Λουκιανού (2ος αι. μ.Χ.), που επιδίδονταν σε παίγνια και διάφορα τρικ με τα οποία εντυπωσίαζαν τους αδαείς (εμφάνιση της σελήνης σε ένα δωμάτιο, πρόκληση σεισμού, κεραυνών κτλ.).
Ο όρος «μάγος» πρωτοεμφανίζεται σε ένα απόσπασμα του Ηρακλείτου (500 π.Χ.) με την έννοια που έχει και σήμερα. Μάγοι ονομάζονταν και οι ιερείς του ζωροαστρισμού, επίσημης θρησκείας της Αχαιμενιδικής Αυτοκρατορίας. Ο όρος εισήχθη στο μικρασιατικό κόσμο με την έλευση των Περσών στη Μικρά Ασία το 546 π.Χ. και στην Ελλάδα από τον περίφημο μάγο Οστάνη, που συνόδευε τον Ξέρξη Α΄ το 480 π.Χ. Στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. ο όρος έχει λάβει την τελική του σημασιολογική διαμόρφωση. Καθοριστική για την εξέλιξή του ήταν η υποτιθέμενη ευχέρεια των Περσών μάγων να προκαλούν ανάσταση των νεκρών, κάτι που τους συνδέει με τις αυτόχθονες ελληνικές αντιλήψεις για σαμάνες που εξασφάλιζαν την επικοινωνία μεταξύ θεών, θνητών και νεκρών. Στην εξέλιξη του όρου σίγουρα έπαιξε κάποιο ρόλο και η συνήθεια των Περσών ιερέων να ψάλλουν χαμηλόφωνα, κάτι το οποίο στην Ελλάδα ταυτιζόταν με μυστικιστικές τελετουργίες. Αρκετά συχνά απαντούν και οι όροι «γόης» και «γοητεία», οι οποίοι συνδέονται με το νεκρικό θρήνο και δείχνουν σχέση της μαγείας με τους νεκρούς.
Αργότερα, οι μάγοι της Ρωμαϊκής περιόδου περνούσαν από ένα στάδιο μύησης ανάλογης με αυτή που συναντά κανείς και σε θείους άνδρες, όπως ο Απολλώνιος ο Τυανεύς, που επιλέχθηκε από τον ίδιο τον Ασκληπιό να μαθητεύσει για τέσσερα χρόνια στο ιερό του στις Αιγές της Κιλικίας. Ο Κυπριανός, μάγος που ασπάστηκε το χριστιανισμό και αγιοποιήθηκε, είχε μυηθεί σε πολλά μυστήρια, όπως αυτά της Κυβέλης στη Φρυγία. Ο γιατρός-φαρμακοποιός Θεσσαλός ο Τραλλιανός, κάτι μεταξύ επιστήμονα και μάγου, αναφέρει τη μαθητεία του κοντά σε έναν Αιγύπτιο ιερέα στις Θήβες, ο οποίος με μαγικά μέσα τον έφερε σε επαφή με τον Ασκληπιό.
Συγγενείς με τους μάγους ως προς τη μορφή δράσης τους, που ορισμένες φορές συγχέονται μάλιστα με αυτούς, ήταν οι σαμάνες της Αρχαϊκής περιόδου –όπως ο Αριστέας ο Προκοννήσιος, ο Ορφέας ή ο Πυθαγόρας– και οι θαυματοποιοί της Πρώιμης Χριστιανικής περιόδου, όπως ο Αλέξανδρος ο Αβωνοτειχίτης, που αρχικά ήταν μάγος, ο Απολλώνιος από τα Τύανα, ο οποίος κατηγορήθηκε από ρωμαϊκά δικαστήρια για μαγεία αλλά αθωώθηκε, και ο Σίμων ο Μάγος, που ήρθε αντιμέτωπος με τον απόστολο Πέτρο. Τις κατηγορίες για μαγεία που βάρυναν τους θαυματοποιούς αντιμετώπισε ακόμα και ο Χριστός.
Στα όρια μαγείας και φιλοσοφίας τοποθετείται το κίνημα της θεουργίας, που αναδύθηκε από τη νεοπλατωνική σχολή του 2ου αι. μ.Χ. Ήταν μια ανώτερη μορφή μαγείας που στόχευε, μέσω περίπλοκων τελετουργιών (πνευματιστικές συγκεντρώσεις, τεχνάσματα που έκαναν τα αγάλματα να χαμογελούν και να περπατούν κτλ.), στην έξαρση της ψυχής του θεουργού στις σφαίρες του θείου και στην εσχατολογική σωτηρία της. Στον 4ο αι. μ.Χ., χάρη και στην υποστήριξη του αυτοκράτορα Ιουλιανού (361-363), η θεουργία αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα προπύργια της παλαιάς θρησκείας απέναντι στο χριστιανισμό.
Σπουδαίος θεουργός από τη Μικρά Ασία ήταν ο Μάξιμος της Εφέσου, δάσκαλος του Ιουλιανού, τον οποίο μύησε στη θεουργία και στον αποκρυφισμό. Ο Μάξιμος κατόρθωσε να κάνει το άγαλμα της Εκάτης στο ναό της στην Έφεσο να γελάσει και άναψε τους δαυλούς που κρατούσε η θεά. Αποκεφαλίστηκε με εντολή του αυτοκράτορα Βάλεντα το 371 μ.Χ. επειδή πρωτοστάτησε σε πνευματιστική συνάθροιση των κατοίκων της Αντιόχειας.
Μέσω της καταδίκης της παγανιστικής θρησκείας ως λατρείας των δαιμόνων η χριστιανική σκέψη «δαιμονοποίησε» τις μαγικές τέχνες και κυρίως την προφητεία. Αποδοχή του χριστιανισμού συνεπάγεται καταδίκη της μαγείας, όπως μαρτυρεί το επεισόδιο της καύσης μαγικών βιβλίων από Εβραίους εξορκιστές που προσηλύτισε ο απόστολος Παύλος στην Έφεσο. Παρ’ όλα αυτά, παρατηρείται αδιάσπαστη συνέχεια τουλάχιστον ως τον 6ο αι. μ.Χ. στη χρήση τόσο των κατάδεσμων όσο και των διάφορων φυλακτηρίων, ενώ τα χριστιανικά σύμβολα θεωρούνται ισχυρά μαγικά αντικείμενα, με κυρίαρχο το σταυρό και τα λείψανα των αγίων. Μέχρι και τα τέλη του 7ου αι. μ.Χ. υπάρχουν ενδείξεις για ευρεία διάδοση της μαγείας, ακόμα και μεταξύ χριστιανών κληρικών και αξιωματούχων
Πίστη και μαγεία
Σύμφωνα με τον Πλίνιο (1ος αι. μ.Χ.) οι περισσότεροι άνθρωποι της εποχής του πίστευαν στη μαγεία. Πίστη στους κατάδεσμους φανερώνει και το έργο του Αρτεμίδωρου Δαλδιανού. Αντίστοιχα, η δράση των φυλακτηρίων μπορούσε να πείσει ακόμα και ένα επιστημονικό πνεύμα σαν το Γαληνό (2ος αι. μ.Χ.). Τον 4ο αι. μ.Χ. ο Γρηγόριος ο Θεολόγος τόνιζε στους πιστούς ότι δεν έχουν ανάγκη από φυλακτήρια και επωδές, γεγονός που αποδεικνύει την ευρεία χρήση τους και μεταξύ των χριστιανών. Ο 36ος κανόνας της συνόδου της Λαοδικείας απαγόρευε επίσης στους κληρικούς να ασκούν τη μαγεία, τη μαντεία, την αστρολογία και να παρασκευάζουν φυλακτήρια, άρα συνεπάγεται ότι μέχρι τότε ασκούσαν μαγεία...
Ο Αριστέας ο Προκοννήσιος
Ο ποιητής και φιλόσοφος Αριστέας γεννήθηκε στην Προκόννησο και συνέγραψε τα έπη του τον 7ο αι. π.Χ. Αυτή η χρονολογία συμφωνεί και με αυτό που προτείνει ο Ηρόδοτος συνδυάζοντας πληροφορίες που συνέλεξε από την Προκόννησο, την Κύζικο και το Μεταπόντιο υπολόγισε το χρονικό διάστημα των 240 χρόνων (240: 40 = 6 γενιές, 240: 30 = 8 γενιές ή ακόμα πιο συγκεκριμένα 7 γενιές και 7 χρόνια, λαμβάνοντας υπόψη ότι ανά αιώνα έχουμε 3 γενιές) ανάμεσα στην τελευταία εμφάνιση του Αριστέα στην Προκόννησο και στη του εμφάνιση (μήπως ήταν κάποια προσωπική επίσκεψη του Ηροδότου;) στη νότια Ιταλία. Το όνομά του συνδέεται τόσο με την ποιητική δημιουργία όσο και με αφηγήσεις υπερφυσικού χαρακτήρα στις οποίες του αποδίδονται ιδιαίτερες δυνάμεις, καθώς και μια ιδιαίτερη σχέση με τον Απόλλωνα (ο Αριστέας, διακήρυττε στους στίχους του ότι ο Απόλλωνας του χάρισε εξαιρετικές γνώσεις, μεταφέροντας τον στην άκρη του κόσμου δίπλα στους σεβαστούς Υπερβόρειους!).
Το μόνο κείμενο που σχετίζεται με τον Αριστέα είναι τα Αριμάσπεια Έπη, τα οποία χωρίζονται σε τρία βιβλία.
Ανάσταση
Ανάσταση και Ταυτόχρονη Παρουσία!
Ο Αριστέας, σε διήγηση την οποία παραθέτει ο Ηρόδοτος ως προερχόμενη από την Κύζικο και την Προκόννησο, είχε επισκεφθεί κάποτε ένα εργαστήριο καθαρισμού ρούχων όπου και ξαφνικά πέθανε. Ο ιδιοκτήτης έκλεισε το εργαστήριο και κατευθύνθηκε προς τις οικίες των συγγενών του ποιητή για να τους ενημερώσει, με την είδηση να εξαπλώνεται γρήγορα σε όλη την πόλη. Κάποιος ταξιδιώτης όμως από την Κύζικο - ο οποίος είχε καταφτάσει από το επίνειο της τελευταίας, Αρτάκη - διέψευσε αυτή την πληροφορία, καθώς είχε δει και συνομιλήσει με τον Αριστέα στην πόλη του. Μπροστά στην επιμονή του τελευταίου, οι συγγενείς επισκόπησαν το εργαστήριο, όμως δεν βρήκαν τον ποιητή ούτε ζωντανό ούτε νεκρό. Επτά χρόνια μετά, ο Αριστέας επανεμφανίστηκε στην πόλη του και συνέγραψε τα Αριμάσπεια, οπότε και εξαφανίστηκε για δεύτερη φορά.
Διακόσια σαράντα έτη αργότερα, σύμφωνα με την εκτίμηση του Ηροδότου, ο Αριστέας εμφανίστηκε σε όραμα στους κατοίκους του Μεταποντίου και τους παρήγγειλε την ανέγερση ενός ιερού προς τιμήν του Απόλλωνα. Παράλληλα τους είπε να τοποθετήσουν στο ιερό αυτό κι έναν δικό του ανδριάντα. Ο θεός είχε επισκεφτεί μόνη την πόλη τους από εκείνες της Μεγάλης Ελλάδας, σύμφωνα με την οπτασία, και εκείνος τον είχε ακολουθήσει μεταμορφωμένος σε κοράκι. Οι Μεταποντινοί εφήρμοσαν τις απαιτήσεις του οράματος, κατόπιν επιβεβαίωσης από το μαντείο των Δελφών, οπότε και ο ανδριάντας του ποιητή δέσποζε έκτοτε στην αγορά της πόλης.
Η ιστορική άποψη
Ο J.D.P. Bolton ήταν ο πρώτος που απέρριψε τη θρησκευτική ερμηνεία και πρότεινε ότι ο Αριστέας αντί για Έλληνας σαμάνος του 6ου αι. π.Χ. ήταν Έλληνας περιηγητής του 7ου αι. π.Χ., ο οποίος θα μπορούσε να έχει διηγηθεί στο έπος του ένα πραγματικό ταξίδι στη Μογγολία, ακολουθώντας τον Τανάϊν και το Βόλγα, μέσω των κτήσεων των Μαιωτών και των Σαυροματών, με κατεύθυνση το Πέρασμα της Τζουγγαρίας (κατ' εκείνον, η πατρίδα του Βορέα και επομένως τα σύνορα της γης των Υπερβορείων). Πρόσφατα, ο A. Alemany i Vilamajó προχώρησε περαιτέρω και συσχέτισε τις μεταναστεύσεις των Κιμμερίων-Σκυθών (τις οποίες πιθανώς να υπονοούσε ο Αριστέας) με την «ανάπτυξη της νομαδικής ιππικής τέχνης στις ασιατικές στέπες», κατά την πτώση της Δυτικής Κινεζικής δυναστείας Ζου, μετά από τον καταιγισμό επιδρομών των Σιάν-Γιούν, όπως αναφέρει το Κινεζικό βιβλίο των Ωδών.
Ο δε Στωικός ιστορικός/γεωγράφος Στράβωνας από την Αμάσεια υποστήριξε ότι ο Αριστέας, σύμφωνα και με άλλους ιστορικούς, είναι ο δάσκαλος του Ομήρου...
Νίκος Σάμιος με πληροφορίες από :
Πηγή 2 και από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
1 σχόλιο:
Στην ουσία μάγοι δεν υπάρχουν απλώς υπάρχουν τεχνικές εξαπάτησης των ματιών και γρήγορα ταχυδακτυλουργικά κόλπα!!!
Δημοσίευση σχολίου