Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2009

Η μάχη των Πλαταιών


Χάρτης με την περιοχή των Πλαταιών και τα στρατόπεδα Ελλήνων και Περσών. Cartledge, P. (ed.), Cambridge illustrated history of Ancient Greece, Cambridge University Press, Cambridge 1998, σ. 174. Επεξεργασία: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού.
Ο Μαρδόνιος, γαμβρός και εξάδελφος του Ξέρξη, ο καλύτερος στρατηγός των Περσών, μετά την ναυμαχία της Σαλαμίνος είχε μείνει με πολύ ισχυρές δυνάμεις στη Θεσσαλία και επιχείρησε να καταβάλει τους Έλληνες με τα όπλα και την διπλωματία. Ο χειμώνας του 479 π.Χ. επέβαλε μια διακοπή των επιχειρήσεων.

Στο διάστημα αυτό η αντίθεση ανάμεσα στις πόλεις της Πελοποννήσου, που δεν βρίσκονταν κάτω από την άμεση περσική απειλή, και στις πόλεις της Στερεάς έγινε εντονότερη. Αθηναίοι, Μεγαρείς και Αιγινήτες πίεζαν τους Σπαρτιάτες για άμεση στρατιωτική ενέργεια πέρα από τον Ισθμό, για την απελευθέρωση της Κεντρικής Ελλάδος. Οι Αθηναίοι έστειλαν στη Σπάρτη τον Θεμιστοκλή, για να επιτύχει υπόσχεση αμέσου δράσεως. Οι Σπαρτιάτες επεφύλαξαν στον νικητή της Σαλαμίνος εξαιρετικές τιμές, φαίνεται,όμως, ότι δεν έδωσαν θετική απάντηση στα αθηναϊκά αιτήματα. Πολλοί υποθέτουν ότι ο Θεμιστοκλής δεν πέτυχε στην αποστολή του και ότι αυτή η αποτυχία υπήρξε η κυριότερη αιτία του παραμερισμού του.

Πράγματι, δεν είναι απολύτως εξακριβωμένο, αν ο Θεμιστοκλής εξελέγη στρατηγός για τον επόμενο χρόνο(479/8 π.Χ.). Γεγονός είναι, πάντως, πως οι Αθηναίοι ανέθεσαν την διοίκηση του στόλου στον Ξάνθιππο, τον πατέρα του Περικλέους, και του στρατού στον Αριστείδη. Ο Βeloch αποκλείει τον παραμερισμό του Θεμιστοκλέους και υποστηρίζει ότι διατήρησε την εύνοια του δήμου αρκετά χρόνια κι ότι ήταν στρατηγός το 479/8 π.Χ. Αλλά και στην σπαρτιατική ηγεσία σημειώθηκαν μεταβολές: Ο Κλεόμβροτος, αντιβασιλεύς και επίτροπος του βασιλέως Πλειστάρχου, του ανήλικου γιου του Λεωνίδα, αρχιστράτηγος των Πελοποννησίων στον Ισθμό, πέθανε λίγο μετά την ναυμαχία της Σαλαμίνος. Στην θέση του τοποθετήθηκε ο Παυσανίας, ο γιος του Κλεομβρότου, που διάλεξε για υπαρχηγό του τον εξάδελφό του Ευρυάνακτα, τον γιο του Δωριέως, άλλου αδελφού του Λεωνίδα. Στην αρχηγία του στόλου των Λακεδαιμονίων ο βασιλεύς Λεωτυχίδης διαδέχτηκε τον Ευρυβιάδη.

Ο Μαρδόνιος επιχείρησε με την διπλωματία να διχάσει τους Έλληνες, πριν επιχειρήσει να επιτύχει τους σκοπούς του με τα όπλα. Είτε επειδή γνώριζε τις διαφωνίες των Ελλήνων είτε διότι τις υποπτευόταν, απευθύνθηκε προς τους Αθηναίους, ασφαλώς γιατί έκρινε ότι η δύσκολη θέση, στην οποία βρίσκονταν (η πόλη τους κατεστραμμένη, οι ίδιοι διασκορπισμένοι και αυτοί που είχαν γυρίσει στην Αθήνα εκτεθειμένοι σε μια καινούργια περσική επίθεση), καθώς και τα παράπονα για την αδράνεια των Πελοποννησίων συμμάχων τους θα τους έκαναν πιο ενδοτικούς.

Έστειλε, λοιπόν, ο Μαρδόνιος προς τους Αθηναίους τον σύμμαχό του και υποτελή βασιλιά της Μακεδονίας Αλέξανδρο Α' με δελεαστικές προτάσεις: οι Πέρσες θα συγχωρούσαν τους Αθηναίους για τα παλιά τους «σφάλματα», θα τούς παραχωρούσαν μεγάλες εδαφικές εκτάσεις, θα τους αποζημίωναν για τις καταστροφές και θα ξανάχτιζαν τους ναούς που είχαν κάψει, αν δέχονταν να γίνουν σύμμαχοι του Πέρση μονάρχη. Οι Αθηναίοι απέρριψαν με αγανάκτηση τις προτάσεις. Την ίδια μέρα που ο Αλέξανδρος o A' παρουσιάστηκε στην Εκκλησία του Δήμου (μάς τα εξιστορεί ο Ηρόδοτος), ήλθαν και οι πρέσβεις των Σπαρτιατών. Έτσι οι Αθηναίοι άκουσαν διαδοχικά τις προτάσεις του Αλεξάνδρου και τα επιχειρήματα των Σπαρτιατών, που ανησυχούσαν, μήπως οι Αθηναίοι ενδώσουν. Οι Αθηναίοι, όμως, έδωσαν δύο περήφανες απαντήσεις: Στον Αλέξανδρο είπαν:
«Γνωρίζουμε ότι οι Πέρσες έχουν στρατεύματα πολλαπλάσια από τα δικά μας…Αλλά, επειδή αγαπούμε υπερβολικά την ελευθερία, θα την υπερασπισθούμε, όσο μπορέσουμε… Να διαβιβάσεις, λοιπόν,στον Μαρδόνιο ότι οι Αθηναίοι λένε: όσο ο ήλιος ακολουθεί τον ίσιο δρόμο, που ακολουθεί και τώρα, ποτέ δεν θα κλείσουμε συμμαχία με τον Ξέρξη, αλλά με εμπιστοσύνη στους συμμάχους μας θεούς και τους ήρωες, των οποίων εκείνος χωρίς σεβασμό έκαψε τους ναούς και τα αγάλματα, θα εκστρατεύσουμε εναντίον του και θα τους αποκρούσουμε»
.Και στους Σπαρτιάτες απάντησαν:
«Δεν υπάρχει στην γη πουθενά τόσο χρυσάφι ούτε χώρα τόσο ανώτερη στην ομορφιά και τον πλούτο, ώστε να τα δεχθούμε και να θελήσουμε μηδίζοντας να υποδουλώσουμε την Ελλάδα. Πολλά και μεγάλα είναι τα αίτια, τα οποία, και να θέλαμε, μάς εμποδίζουν να κάνουμε τέτοια πράξη. Πρώτα από όλα τα αγάλματα και οι πυρπολημένοι και γκρεμισμένοι ναοί των θεών, για τους οποίους ζητούμε εκδίκηση και όχι να συμμαχήσουμε με τον αίτιο αυτής της καταστροφής. Εξ άλλου οι Έλληνες έχουν όλοι το ίδιο αίμα και την ίδια γλώσσα, κοινούς ναούς και θυσίες, κοινά έθιμα. Να γίνουν οι Αθηναίοι προδότες όλων αυτών δεν είναι σωστό».
Μετά την διπλωματική του αυτή αποτυχία ο Μαρδόνιος κινήθηκε προς την στρατιωτική αναμέτρηση. Έτσι, στο τέλος της άνοιξης του 479 π.Χ. ο Μαρδόνιος με τα καλύτερα στρατεύματά του προχώρησε στην Βοιωτία. Εκεί συμπλήρωσε τις προετοιμασίες ανεφοδιασμού και στρατοπεδεύσεως και ίσως οργάνωσε μια γραμμή υποχωρήσεως, ενώ ένα τμήμα του στρατού, οι προφυλακές του, κατέλαβαν χωρίς μάχη την Αττική. Ο Μαρδόνιος με την κίνηση αυτή απέβλεπε, πιθανότατα, σε δύο αντικειμενικούς σκοπούς: να αναγκάσει με την πίεση αυτή ή τους Αθηναίους να έλθουν σε κάποια συμφωνία μαζί του ή τους Πελοποννησίους να εκστρατεύσουν στην Κεντρική Ελλάδα και να δώσουν μάχη έξω απ’τον Ισθμό.

Οι Αθηναίοι ασφαλώς δεν ήταν σε θέση μόνοι να φράξουν τις διαβάσεις του Κιθαιρώνος ή να δώσουν μάχη. Έτσι αναγκάστηκαν να εκκενώσουν για δεύτερη φορά την πόλη και να καταφύγουν και πάλι στη Σαλαμίνα. Η επιχείρηση, πιθανότατα, ήταν εύκολη αυτή τη φορά, γιατί λίγοι Αθηναίοι θα επέστρεψαν στην Αττική, μετά την αποχώρηση του Ξέρξη. Η πόλη ήταν κατεστραμμένη και οι κάτοικοί της δεν είχαν καταλύματα. Η απειλή δεύτερης περσικής εισβολής από την Βοιωτία δημιουργούσε συνθήκες ανασφάλειας. Τα γυναικόπαιδα θα έμεναν ακόμη στην Τροιζήνα, στην Αίγινα και την Ελευσίνα. Ο Μαρδόνιος κατέλαβε την έρημη Αθήνα στις αρχές Ιουνίου. Δεν επέτρεψε, όμως,στον στρατό του να επιδοθεί αμέσως στην καταστροφή των ελαχίστων κτηρίων που έμεναν ακόμη όρθια, αλλά επανέλαβε τις προτάσεις του προς τους Αθηναίους. Απεσταλμένος του, ο Ελλησπόντιος Μουρυχίδης, ήλθε στην αθηναϊκή βουλή στη Σαλαμίνα, αλλά εκείνη δεν δέχτηκε να τον παρουσιάσει στην Εκκλησία. Ο Ηρόδοτος προσθέτει ότι ένας βουλευτής, ο Λυκίδης, που εξέφρασε την αντίθετη γνώμη, λιθοβολήθηκε, καθώς και η γυναίκα του και τα παιδιά του.

Κάτω από τις συνθήκες αυτές ήταν φυσικό να επείγονται οι Αθηναίοι να απελευθερωθεί η χώρα τους με άμεση πολεμική δράση. Αντίθετα, γενικά οι Σπαρτιάτες και γενικά οι Πελοποννήσιοι φαίνονταν προσεκτικοί. Οι σύμμαχοι της Σπάρτης έγιναν πιεστικοί: απεσταλμένοι από την Αθήνα, τα Μέγαρα και τις Πλαταιές απαιτούσαν την άμεση εκστρατεία πέρα από τον Ισθμό για την απελευθέρωση της Αττικής και απειλούσαν ότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα δέχονταν τις περσικές προτάσεις. Οι Σπαρτιάτες, με την πρόφαση της εορτής των Υακινθίων, ανέβαλαν την απάντησή τους για 10 ημέρες.

Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Σπαρτιάτες είχαν σχεδόν ολοκληρώσει την οχύρωση του Ισθμού, αισθάνονταν ασφάλεια και πίστευαν ότι δεν είχαν πια ανάγκη των Αθηναίων. Τέλος, με την επέμβαση του Χίλεου του Τεγεάτη, ο οποίος τόνισε τους κινδύνους που θα διέτρεχαν οι Πελοποννήσιοι, αν οι Αθηναίοι δέχονταν τις περσικές προτάσεις, οι Σπαρτιάτες διέταξαν τον Παυσανία να περάσει τον Ισθμό και να διώξει τους Πέρσες από την Κεντρική Ελλάδα.

Την επομένη, δεκάτη ημέρα, όταν η αθηναϊκή αντιπροσωπεία επανέλαβε τις επικρίσεις και τις προειδοποιήσεις για τις συνέπειες της αδράνειας της Σπάρτης, άκουσαν, κατά τον Ηρόδοτο, έκπληκτοι από τους εφόρους, ότι τα σπαρτιατικά στρατεύματα πρέπει να είχαν ήδη φτάσει στο Ορέστειον της Αρκαδίας. Ο Μαρδόνιος, όταν έμαθε τις κινήσεις του Παυσανία, εγκατέλειψε την Αττική και συμπτύχτηκε στη Θήβα. Πριν εκκενώσει την Αθήνα, συμπλήρωσε την καταστροφή της. Πυρπόλησε, αναφέρει ο Ηρόδοτος, γκρέμισε και σκέπασε με χώμα ό,τι είχε απομείνει όρθιο. Ύστερα έστειλε το ιππικό του κι ένα σώμα στρατού να επιτεθεί εναντίον 1.000 Σπαρτιατών, που είχαν σταθμεύσει στα Μέγαρα ως προφυλακή. Όταν,όμως,έμαθε ότι ολόκληρος ο σπαρτιατικός στρατός ήταν στον Ισθμό,εγκατέλειψε την επιχείρηση εναντίον των Μεγάρων. Η επιχείρηση αυτή πρέπει να ήταν μάλλον κίνηση αναγνωρίσεως ή καλύψεως της υποχωρήσεως.

Ο Ηρόδοτος εξηγεί τα αίτια της υποχωρήσεως των Περσών από την Αττική: η χώρα ήταν ακατάλληλη για το ιππικό και σε περίπτωση ήττας ο στρατός τους κινδύνευε να αποκοπεί. Αντίθετα, η Θήβα και φιλική ήταν και είχε πεδιάδα κατάλληλη για το ιππικό τους. Για την υποχώρησή του από την Αττική στη Βοιωτία ο Μαρδόνιος διάλεξε τον ανατολικότερο από τους τρεις δρόμους: εκείνον που περνά από την Δεκέλεια (Τατόι), από μια διάβαση της Πάρνηθος και από την Τανάγρα. Αλλά πιο κατάλληλος δρόμος για την υποχώρηση ήταν ο δρόμος του Κιθαιρώνος από τη διάβαση Δρυός Κεφαλαί (πιθανότατα το σημερινό πέρασμα του Γυφτόκαστρου).

Είναι βέβαιο ότι ο Μαρδόνιος δεν υπερασπίστηκε τον Κιθαιρώνα. Δεν περίμενε, δηλαδή, από την άλλη πλευρά του βουνού, την βόρεια, για να επιτεθεί εναντίον της ελληνικής φάλαγγος, όταν θα έβγαινε από τις διαβάσεις -όπως επιβάλλει η στρατιωτική τακτική. Ο αντικειμενικός σκοπός του δεν ήταν να εμποδίσει τους Έλληνες να κατεβούν στην βοιωτική πεδιάδα, αλλά αντίθετα να τους προσελκύσει εκεί.
Εν τω μεταξύ, ο στρατός του Παυσανία ενισχύθηκε στο πέρασμά του από την Μεγαρίδα με 3.000 Μεγαρείς οπλίτες και ενώθηκε στην Ελευσίνα με τον αθηναϊκό στρατό, που διαπεραιώθηκε από την Σαλαμίνα (8.000 Αθηναίοι και 600 Πλαταιείς οπλίτες). Ο ελληνικός στρατός δεν διέθετε ιππικό και η έλλειψη αυτή θα κάνει άνισο τον αγώνα του με τον στρατό του Μαρδονίου.

Οι Έλληνες έφτασαν μετά τον περσικό στρατό στην Βοιωτία. Ο Ηρόδοτος δεν δίνει καμιά πληροφορία για την διάβαση του Κιθαιρώνος, περιορίζεται μόνο να αναφέρει ότι κατέληξαν στις Ερυθρές. Αλλά η θέση της πόλεως αυτής δεν είναι γνωστή. Φαίνεται ότι βρισκόταν στη βόρεια έξοδο του Γυφτόκαστρου (κοντά στο σημερινό Κριεκούκι). Από το στενό του Γυφτόκαστρου πρέπει να πέρασε ο Παυσανίας στην Βοιωτία κι από κει να ανέπτυξε τον στρατό του κατά μήκος των υπωρειών του Κιθαιρώνος, απέναντι από τις εχθρικές θέσεις.
Ο Ασωπός ποταμός διασχίζει τη βοιωτική πεδιάδα από τα δυτικά προς τα ανατολικά, σχεδόν παράλληλα προς τον Κιθαιρώνα, και την χωρίζει σε δύο τμήματα, ένα νότιο που περιλαμβάνει την ζώνη ως τον Κιθαιρώνα, η οποία διακόπτεται από λόφους και χαράδρες και δεν είναι κατάλληλη για το ιππικό, και ένα βόρειο τμήμα που εκτείνεται ως την Θήβα και αποτελεί εκτεταμένη πεδιάδα, κατάλληλη για το ιππικό.
Αντικειμενικός σκοπός του Μαρδονίου ήταν να δοθεί η μάχη σ’αυτή την πεδιάδα. Ασφαλώς ο περσικός στρατός βρισκόταν στα βόρεια του Ασωπού, όταν οι Έλληνες κατέλαβαν την πρώτη τους θέση. Το σύνολο των ελιγμών και των μετακινήσεων του ελληνικού στρατού, ως την στιγμή που δόθηκε η μάχη, πρέπει να είχε τον αντίθετο αντικειμενικό σκοπό: να αναγκάσει τον Μαρδόνιο να επιτεθεί στον χώρο νοτίως του Ασωπού ποταμού και ιδιαίτερα στο ορεινό έδαφος των υπωρειών του Κιθαιρώνος, σε έδαφος, δηλαδή, τελείως ακατάλληλο για το περσικό ιππικό.

Όταν οι Έλληνες πέρασαν τον Κιθαιρώνα, οι Πέρσες είχαν ήδη οργανώσει τις θέσεις τους. Ο Μαρδόνιος είχε τοποθετήσει προφυλακές σε μια γραμμή που εκτεινόταν βορείως των Ερυθρών και των Πλαταιών, ενώ το κύριο σώμα του στρατού στρατοπέδευε στην βόρεια όχθη του Ασωπού, σε απόσταση 8 χιλιομέτρων από την Θήβα. Στην παράταξη αυτή οι Πέρσες κατείχαν την αριστερή πτέρυγα, οι «μηδίζοντες Έλληνες» την δεξιά και τα άλλα ασιατικά έθνη το κέντρο. Ο Μαρδόνιος κατασκεύασε πίσω από το μέτωπο αυτό ένα περιχαρακωμένο στρατόπεδο μήκους δέκα σταδίων -πιθανώτατα τετράγωνο με ξύλινα τείχη και πύργους. Το στρατόπεδο αυτό βρισκόταν στο Σκώλο, τοποθεσία που δεν έχει με ακρίβεια ταυτισθεί, αλλά που ανήκε στην εδαφική επικράτεια της Θήβας. Είναι γενικά δεκτό ότι το περιχαρακωμένο στρατόπεδο κατασκευάστηκε, για να καταφύγει εκεί ο περσικός στρατός σε περίπτωση ήττας.
Και πράγματι, μετά την ήττα και τον θάνατο του Μαρδονίου, εκεί συγκεντρώθηκαν οι Πέρσες. Αλλά ο Μαρδόνιος θα έπρεπε να γνωρίζει ότι ελάχιστη ασφάλεια μπορούσε να εξασφαλίσει ένα τέτοιο στρατόπεδο, αφού, σε περίπτωση πολιορκίας, θα ήταν αναγκασμένο στην καλύτερη περίπτωση να παραδοθεί μέσα σε λίγες μέρες από έλλειψη τροφίμων και νερού. Φαίνεται ότι μάλλον προωριζόταν να χρησιμεύσει ως χαράκωμα, από το οποίο οι τοξότες θα έριχναν στην πεδιάδα τα βέλη τους, απρόσβλητοι από την ελληνική φάλαγγα των οπλιτών.

Ο Μαρδόνιος, αφού κατέλαβε αυτές τις θέσεις, άφησε για λίγο ανενόχλητους τους Έλληνες, πιθανώτατα με την ελπίδα ότι θα περνούσαν τον Ασωπό, για να του επιτεθούν στην ανοιχτή πεδιάδα, όπου πλεονεκτούσε χάρη στο ισχυρό ιππικό. Οι Έλληνες στρατοπέδευσαν νοτίως του Ασωπού, στις κατώτερες υπώρειες του Κιθαιρώνος: οι Σπαρτιάτες τοποθετήθηκαν στην δεξιά πτέρυγα, οι άλλοι Έλληνες, που αποτελούσαν το κέντρο της παρατάξεως, στις Ερυθρές και οι Αθηναίοι, που αποτελούσαν την αριστερή πτέρυγα, στις Υσιές.
Εμπρός στο ελληνικό μέτωπο εκτεινόταν μια πεδιάδα με λοφίσκους και χαράδρες ως τον Κιθαιρώνα. Πίσω από τον ελληνικό στρατό βρισκόταν το πέρασμα των Δρυός Κεφαλών, από όπου γινόταν ο ανεφοδιασμός τους. Καθώς οι Έλληνες δεν κινήθηκαν να κατεβούν στην πεδιάδα, ο Μαρδόνιος έστειλε εναντίον τους όλο το ιππικό του υπό την αρχηγία του Μασιστίου. Το περσικό ιππικό δεν εφήρμοσε την συνηθισμένη τακτική, αλλά επιτέθηκε κατά μέτωπο εναντίον των Ελλήνων οπλιτών.

Μένει άγνωστο σε τι απέβλεπε ο Μαρδόνιος με αυτή την επίθεση, που ασφαλώς, όπως την περιγράφει ο Ηρόδοτος, ξεπερνά τα πλαίσια μιας επιχειρήσεως ακροβολισμού ή ανιχνεύσεως. Ίσως ήταν μια απόπειρα εξακριβώσεως των δυνατοτήτων του ιππικού του στο έδαφος αυτό εναντίον της οπλιτικής φάλαγγος. Ίσως πάλι σκόπευε να παρασύρει τους Έλληνες σε έδαφος πιο κατάλληλο γενικά για τον περσικό στρατό.
Στο ελληνικό κέντρο οι Μεγαρείς ήταν, κατά τον Ηρόδοτο, τοποθετημένοι σε ακατάλληλο έδαφος για την άμυνα. Έτσι αναγκάστηκαν να ζητήσουν ενισχύσεις απ’τον Παυσανία. Ο αρχιστράτηγος κάλεσε εθελοντές από τους άλλους Έλληνες, αλλά παρουσιάστηκαν μόνο Αθηναίοι (300 επίλεκτοι οπλίτες και τοξότες). Στην συμπλοκή που ακολούθησε οι Αθηναίοι εξόντωσαν τον αρχηγό του περσικού ιππικού Μασίστιο. Η συμπλοκή γενικεύτηκε και μόνο όταν έφτασε στο πεδίο το κύριο σώμα των Ελλήνων, αποσύρθηκε το περσικό ιππικό. Έτσι η συμπλοκή έληξε μάλλον με νίκη των Ελλήνων.

Στην διήγηση του Ηροδότου παρουσιάζονται οι Αθηναίοι να σπεύδουν εθελοντικά στην συμπλοκή, ενώ οι άλλοι Έλληνες αρνήθηκαν. Φυσικό είναι να υποθέσει κανείς ότι οι Αθηναίοι έτρεξαν να βοηθήσουν τους Μεγαρείς, γιατί βρίσκονταν πιο κοντά τους και γιατί διέθεταν τοξότες. Η μάχη φαίνεται να κρίθηκε περισσότερο από την υπεροχή των Ελλήνων οπλιτών σε ορεινό έδαφος. Ο Μαρδόνιος διδάχτηκε έτσι ότι δεν μπορούσε να επιτεθεί με το ιππικό στο σημείο αυτό, απέσυρε το ιππικό του και άφησε την πρωτοβουλία της κινήσεως στον Παυσανία, ελπίζοντας, ίσως, ότι οι Έλληνες θα προχωρούσαν στην πεδιάδα πέρα από τον Ασωπό.

Μετά από αυτή την πρώτη επιτυχία ο Παυσανίας αποφάσισε να προχωρήσει και να φέρει την παράταξη του στρατού του πιο κοντά στις Πλαταιές. Δεν είναι βέβαια γνωστοί οι λόγοι που τού υπαγόρευσαν αυτή την απόφαση: ασφαλώς ενθαρρύνθηκε απ’ την πρώτη επιτυχία και αντιμετώπισε με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη τη δυνατότητα μάχης σε πεδινό έδαφος. Παράλληλα ήλπιζε ότι θα παρέσυρε ευκολώτερα τους Πέρσες σε αναμέτρηση, τώρα που βρισκόταν σε λιγότερο ορεινό έδαφος. Τέλος, ίσως η έλλειψη νερού τον ανάγκασε να αλλάξει θέση.

Ο Ηρόδοτος λέγει ότι ο ελληνικός στρατός προχώρησε προς τα δυτικά κατά μήκος των υπωρειών του Κιθαιρώνος, μετά τις Υσιές, προς το έδαφος των Πλαταιών και στρατοπέδευσε κατά έθνη κοντά στην κρήνη Γαργαφία και στο ιερό του ήρωος Ανδροκράτη, που απέχει 6 στάδια από τις Πλαταιές, σε έδαφος ανώμαλο με χαμηλούς λόφους. Οι Σπαρτιάτες παρατάχτηκαν στο δεξιό μέρος, κοντά στην κρήνη Γαργαφία, σε ένα λόφο απρόσιτο στο εχθρικό ιππικό, οι Αθηναίοι στο αριστερό μέρος, επίσης σε λόφο, τον Πύργο, ενώ το ελληνικό κέντρο έμενε τελείως απροφύλακτο στην πεδιάδα. Το μέτωπο σχηματίστηκε, κατά τον Ηρόδοτο, από δεξιά προς αριστερά, ως εξής: Σπαρτιάτες, Τεγεάτες,  Κορίνθιοι, Ποτειδαιάτες, Ορχομένιοι από την Αρκαδία, Σικυώνιοι, Επιδαύριοι, Τροιζήνιοι, Λεπρεάτες, Μυκηναίοι και Τιρύνθιοι, Φλειάσιοι, Ερμιονείς, Ερετριείς και Στυρείς, Χαλκιδείς, Αμπρακιώτες, Λευκάδιοι και Ανακτόριοι, Παλείς από την Κεφαλληνία, Αιγινήτες, Μεγαρείς, Πλαταιείς και Αθηναίοι. Σύνολο 110.000 άνδρες. 

Η πλάγια κίνηση, που πιθανώτατα πραγματοποιήθηκε νύκτα, για την κατάληψη της δεύτερης θέσης, είναι σύμφωνα με τις σημερινές στρατηγικές αντιλήψεις, αρκετά ανορθόδοξη. Επί πλέον άφηνε ένα κενό εμπρός στην περσική παράταξη, με αποτέλεσμα να μένει εκτεθειμένη η διάβαση των Δρυός Κεφαλών, από όπου περνούσε ο δρόμος ανεφοδιασμού του ελληνικού στρατού. Η νέα θέση είχε επίσης το μειονέκτημα ότι άφηνε εκτεθειμένο το ελληνικό κέντρο. Ο Παυσανίας ίσως απέβλεπε να προκαλέσει σε εκείνο το σημείο επίθεση του ισχυρού περσικού κέντρου, ώστε τα δύο άκρα (Λακεδαιμόνιοι και Αθηναίοι) να επιχειρήσουν κυκλωτική κίνηση, όπως στον Μαραθώνα.
Το γεγονός άλλωστε ότι ο Παυσανίας αναγκάστηκε αργότερα να αλλάξει πάλι θέση αποδεικνύει την αδυναμία της μετακινήσεως αυτής.

Οι Πέρσες, όταν διαπίστωσαν την νέα μετατόπιση των Ελλήνων, μετακινήθηκαν και αυτοί προς τα δυτικά, στην βόρεια όχθη του ποταμού, παράλληλα προς τους Έλληνες. Ο Μαρδόνιος παρέταξε ως εξής τον στρατό του από τα αριστερά προς τα δεξιά: τους Πέρσες απέναντι από τους Σπαρτιάτες και τους Τεγεάτες, τους Μήδους απέναντι από τους Κορινθίους, τους Ποτειδαιάτες, τους Ορχομενίους και τους Σικυωνίους, τους Βακτρίους απέναντι από τους Επιδαυρίους, Τροιζηνίους, Λεπρεάτες, Τιρυνθίους, Μυκηναίους και Φλειασίους, τους Ινδούς απέναντι στους Ερμιονείς, Ερετριείς, Στυρείς και Χαλκιδείς, τους Σάκες απέναντι στους Αμπρακιώτες, Ανακτορίους, Λευκαδίους, Παλείς και Αιγινήτες, τους «μηδίζοντες» Έλληνες Βοιωτούς, Λοκρούς, Μηλιείς, Θεσσαλούς και 1.000 Φωκείς, Μακεδόνες και τους γείτονες των Θεσσαλών απέναντι στους Μεγαρείς, τους Πλαταιείς και τους Αθηναίους.

Αλλά, όπως προσθέτει ο Ηρόδοτος, υπήρχαν μαζί με αυτούς πολεμιστές και από άλλα έθνη: Φρύγες, Μυσοί, Θράκες, Παίονες, Αιθίοπες και Αιγύπτιοι μαχαιροφόροι. Κατά τον Ηρόδοτο, οι δύο στρατοί παρέμειναν αδρανείς στις νέες θέσεις τους 8 ημέρες, γιατί οι μάντεις, ο Τισαμενός των Ελλήνων και ο Ηγησίστρατος ο Ηλείος που βρισκόταν στο στρατόπεδο των Περσών, δήλωσαν και στα δύο στρατόπεδα ότι οι οιωνοί ήταν καλοί για την άμυνα, όχι όμως και για επίθεση μετά από διάβαση του ποταμού.
Είναι φανερό ότι τόσο ο Παυσανίας όσο και ο Μαρδόνιος έκριναν ότι στις νέες θέσεις η αμυντική τακτική ήταν περισσότερο συμφέρουσα (ο Ηρόδοτος παρουσιάζει την αναβολή αυτή αντίθετη προς τις επιθυμίες του Μαρδόνιου). Κατά την αφήγηση του Ηροδότου, την ογδόη μέρα ο Θηβαίος Τιμηγενίδης συμβούλευσε τον Μαρδόνιο να αποκλείσει την διάβαση του Κιθαιρώνος, από όπου καθημερινά οι Έλληνες έπαιρναν ενισχύσεις και τρόφιμα. Έτσι ο Πέρσης στρατηγός, πριν νυκτώσει, έστειλε το ιππικό του στη διάβαση (πιθανώτατα στην στενωπό των Δρυός Κεφαλών). Η επιχείρηση πέτυχε. Το ιππικό κύκλωσε και εξώντωσε μια εφοδιοπομπή 500 ζώων.

Τις δύο επόμενες μέρες το ιππικό του Μαρδόνιου ενήργησε συνεχείς επιθέσεις εναντίον των ελληνικών θέσεων. Έτσι εμπόδιζε τους Έλληνες να προμηθεύονται νερό από τον Ασωπό. Την ενδεκάτη ημέρα, κατά τον Ηρόδοτο, έγινε περσικό πολεμικό συμβούλιο, στο οποίο ο Μαρδόνιος και ο Αρτάβαζος αντέταξαν τα επιχειρήματά τους, που, όπως συμβαίνει πάντα στα συμβούλια αυτού του είδους που περιγράφει ο Ηρόδοτος, αντιπροσώπευαν δύο αντίθετες στρατηγικές αντιλήψεις. Ο Αρτάβαζος πρότεινε την υποχώρηση του περσικού στρατού στις Θήβες, όπου υπήρχαν συγκεντρωμένα άφθονα εφόδια και όπου θα μπορούσαν ευκολότερα να αμυνθούν. Η παράταση του αγώνος θα έδινε χρόνο στους Πέρσες, για να επιτύχουν να εξαγοράσουν τους ιθύνοντες σε μερικές ελληνικές πόλεις.
Αντίθετα, ο Μαρδόνιος υποστήριζε την άμεση επίθεση, γιατί πίστευε στην μεγάλη υπεροχή του στρατού του. Τελικά, κατά τον Ηρόδοτο, ο Μαρδόνιος δεν έλαβε υπ’ όψιν τις συμβουλές του Αρτάβαζου και των Θηβαίων και διέταξε να προετοιμασθούν για μάχη την επομένη ημέρα.

Στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην απόφαση του Μαρδονίου και την μάχη τοποθετεί ο Ηρόδοτος δύο διηγήσεις. Στην πρώτη αναφέρει ότι ο βασιλεύς της Μακεδονίας Αλέξανδρος Α', που βρισκόταν στο στρατόπεδο του Μαρδονίου ως σύμμαχος των Περσών, πέρασε τον Ασωπό και παρουσιάστηκε στους Αθηναίους στρατηγούς (μόνο στον Αριστείδη, κατά τον Πλούταρχο), για να τους ειδοποιήσει σχετικά με την επικείμενη εχθρική επίθεση. Η αρχή των λόγων του, όπως την παραδίδει ο Ηρόδοτος, είναι η ακόλουθη:
«Αθηναίοι, σάς εμπιστεύομαι τα λόγια αυτά ως απόρρητα και σας απαγορεύω να τα ανακοινώσετε σε οποιονδήποτε εκτός από τον Παυσανία, για να μη με καταστρέψετε. Βέβαια δεν θα σάς τα έλεγα, αν δεν ενδιαφερόμουν πολύ για όλη τη Ελλάδα. Γιατί και ο ίδιος είμαι Έλληνας από παλαιά γενιά και δεν θα ήθελα να βλέπω την Ελλάδα δούλη και όχι ελεύθερη»*
Ο Αλέξανδρος τους ενημέρωσε κατόπιν ότι ο Μαρδόνιος αποφάσισε να επιτεθεί τα ξημερώματα, παρά τις δυσμενείς θυσίες, γιατί φοβόταν, κατά την γνώμη του ιδίου του Αλεξάνδρου, μήπως οι Έλληνες συγκέντρωναν μεγαλύτερες δυνάμεις. Ο βασιλεύς της Μακεδονίας τους παρακίνησε να ετοιμαστούν για τη μάχη και τους συμβούλευσε, αν τυχόν ο Μαρδόνιος ανέβαλε την επίθεσή του, να κάμουν υπομονή, γιατί τέλειωναν τα εφόδια του εχθρικού στρατού. Ζήτησε, τέλος, να τον απελευθερώσουν μετά την νίκη τους από τον περσικό ζυγό σε αντάλλαγμα αυτής της υπηρεσίας του και αποκάλυψε την ταυτότητά του: «Είμαι ο Αλέξανδρος της Μακεδονίας», είπε και επέστρεψε στο περσικό στρατόπεδο. Η ρητή αυτή μαρτυρία του Ηροδότου για την ελληνικότητα του Αλεξάνδρου και των Μακεδόνων αποτελεί σημαντική υπηρεσία στην ιστορία.

Σύμφωνα με την δεύτερη αφήγηση του Ηροδότου, ο Παυσανίας, μετά την αναχώρηση του Αλεξάνδρου, πρότεινε στους Αθηναίους να αλλάξουν θέση με τους Σπαρτιάτες, ώστε να έχουν οι Αθηναίοι απέναντι τους Πέρσες, γιατί οι νικητές του Μαραθώνος γνώριζαν καλύτερα από αυτούς την περσική τακτική. Οι Αθηναίοι δέχτηκαν με ευχαρίστηση την πρόταση: «Θα σάς το είχαμε ήδη προτείνει, είπαν στους Σπαρτιάτες, αν δεν είχαμε τον φόβο, μήπως σας προσβάλουμε».

 Όταν, όμως, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες αρχίζουν την αμοιβαία αλλαγή θέσεων, ο Μαρδόνιος την αντιλαμβάνεται αμέσως και διατάσσει αντίστοιχη αλλαγή της παρατάξεώς του, για να εξουδετερώσει την κίνηση των Ελλήνων. Μόλις οι Αθηναίοι διαπίστωσαν το αντίμετρο του Μαρδονίου, επανήλθαν στην αρχική τους διάταξη και το ίδιο έκαναν και οι Πέρσες, ώστε τελικά δεν έγινε καμμιά αλλαγή. Η διήγηση αυτή δεν είναι πειστική: λόγοι ασφαλείας δεν επέτρεπαν να γίνουν οι αλλαγές αυτές κάτω από τα μάτια του εχθρού, που αντί να μιμηθεί τον αντίπαλό του, θα έβρισκε ευκαιρία να πραγματοποιήσει την γενική επίθεση που είχε αποφασίσει.
Από τις διηγήσεις αυτές του Ηροδότου συνάγεται η θετική πληροφορία ότι ο Μαρδόνιος ανυπομονούσε περισσότερο από τους Έλληνες να γίνει η μάχη, γιατί πιεζόταν από την έλλειψη τροφίμων και εφοδίων. Άλλος λόγος, που τον ωθούσε πιθανόν στη μάχη, ήταν ότι, ενώ δεν εξαρτούσε τον ανεφοδιασμό του από τον περσικό στόλο, αντιλαμβανόταν οπωσδήποτε τις συνέπειες που θα είχε για τον στρατό του μια ελληνική ναυτική νίκη στην Ιωνία και μια επανάσταση των Μικρασιατών Ελλήνων. Γι’ αυτό ίσως βιαζόταν να υποτάξει τους Έλληνες, προτού μια νίκη του ελληνικού στόλου απομονώσει τον στρατό του στην Ελλάδα. Ασφαλώς ο Μαρδόνιος περίμενε για ένα διάστημα (12 ημέρες κατά τον Ηρόδοτο, ίσως και μεγαλύτερο, σύμφωνα με μερικούς νεώτερους ιστορικούς), με την ελπίδα ότι ο Παυσανίας θα έκανε το λάθος να επιτεθεί στην πεδιάδα βορείως του Ασωπού, όπου το περσικό ιππικό θα εξασφάλιζε την περσική υπεροχή.

Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι ο Μαρδόνιος ανέβαλε την επίθεση, επειδή περίμενε να εκδηλωθεί φιλοπερσική συνωμοσία στις τάξεις του αθηναϊκού στρατού. Την 12η ημέρα ο Μαρδόνιος διέταξε το ιππικό του να επιχειρήσει γενική έφοδο στις ελληνικές γραμμές. Ήδη από την ενάτη ημέρα τους σφυροκοπούσε σε διάφορα σημεία, αλλά αυτή τη φορά η επίθεση ήταν γενική. Η επίθεση κατέληξε σε επιτυχία των Περσών. Οι Πέρσες ιππείς έφτασαν ως την κρήνη Γαργαφία, που βρισκόταν στη δεξιά πτέρυγα των Ελλήνων, κοντά στις θέσεις των Σπαρτιατών. Από αυτή υδρευόταν μεγάλο μέρος των Ελλήνων, γιατί το περσικό ιππικό εμπόδιζε τους Έλληνες να παίρνουν νερό από τον Ασωπό. Με τον αποκλεισμό τους από τον Ασωπό και την Γαργαφία και με την καταστροφή της εφοδιοπομπής στη διάβαση των Δρυός Κεφαλών οι Έλληνες κινδύνευαν να μείνουν χωρίς τρόφιμα και νερό. Έπρεπε λοιπόν ή να επιτεθούν αμέσως σε έδαφος ευνοϊκό για το περσικό ιππικό -οπότε ο Μαρδόνιος θα είχε επιτύχει τον σκοπό του- ή να υποχωρήσουν σε νέες θέσεις πιο προφυλαγμένες, κοντά σε πηγές, και παραλλήλως να επιχειρήσουν ανάκτηση του ελέγχου των διαβάσεων του Κιθαιρώνος.

Ένα πολεμικό συμβούλιο, που συνεδρίασε αμέσως μετά την απώλεια της Γαργαφίας, απεφάσισε την υποχώρηση προς την κατεύθυνση των Πλαταιών μέσα στην επόμενη νύκτα, εφόσον οι Πέρσες δεν συνέχιζαν την γενική επίθεση του ιππικού τους και δεν προχωρούσαν σε επίθεση του πεζικού ως το βράδυ. Η θέση που διάλεξαν οι Έλληνες ονομαζόταν Νήσος, γιατί περιλαμβανόταν ανάμεσα σε δυο παραποτάμους της Ωερόης, παραποτάμου του Ασωπού. Κατά τον Ηρόδοτο, η Νήσος απείχε 10 στάδια από τον Ασωπό και την Γαργαφία. Η τοποθεσία αυτή έχει ταυτισθεί σήμερα με πολύ μεγάλη πιθανότητα. Η ταύτισή της όμως έχει το μειονέκτημα ότι δύσκολα θα μπορούσε να περιλάβει ολόκληρο τον ελληνικό στρατό.
Δεν αποκλείεται ότι τούτο οφείλεται και πάλι σε ασάφεια του Ηροδότου και ότι το σχέδιο προέβλεπε μια επέκταση του μετώπου έξω από τη Νήσο, που άλλωστε, σύμφωνα με όσα γράφει ο ιστορικός, θα χρησίμευε ως αφετηρία για την επιχείρηση αποκαταστάσεως του ελέγχου των διαβάσεων του Κιθαιρώνος.

Αλλά δεν έχει πρακτική σημασία ποιο ήταν το αρχικό σχέδιο, αφού δεν εφαρμόστηκε, γιατί τελικά οι κινήσεις των διαφόρων ελληνικών τμημάτων εκτελέστηκαν με αταξία. Ο Ηρόδοτος αφήνει καθαρά να εννοηθεί ότι παρεξηγήσεις και καχυποψίες ανάμεσα στους Έλληνες οδήγησαν σε κάποια έλλειψη συνοχής και συγχρονισμού των κινήσεων των ελληνικών τμημάτων. Έχουν ισχυρισθεί μάλιστα ότι η μετακίνηση αυτή σήμαινε φυγή, αλλά καμμιά απόδειξη ή ένδειξη δεν δικαιολογεί αυτή την άποψη. Φαίνεται πιθανώτερο ότι τα ελληνικά τμήματα ενήργησαν τελείως αυτόνομα την υποχώρηση και ότι κινήθηκαν μεμονωμένα κάπως, χωρίς να εκτελέσουν πιστά τις οδηγίες του αρχιστράτηγου.
Μέσα σε αρκετή σύγχυση κάθε ελληνικό τμήμα κατέλαβε μια νέα θέση, που δεν ήταν εκείνη που είχε ορίσει η διαταγή του αρχηγού, είτε γιατί το τμήμα περιπλανήθηκε μέσα στην νύχτα, είτε γιατί δεν εκτέλεσε πιστά την διαταγή, είτε γιατί δεν συντονίστηκε με τις κινήσεις των πλαϊνών τμημάτων. Έτσι το μέτωπο έχασε την συνοχή του.
Τα στρατεύματα του κέντρου της παρατάξεως, τα πιο καταπονημένα από τις επιθέσεις του περσικού ιππικού, άφησαν τις θέσεις τους την νύχτα και περιπλανήθηκαν ως τα τείχη των Πλαταιών, κοντά στον ναό της Ήρας, όπου εγκαταστάθηκαν.
Η υποχώρηση των Αθηναίων θέτει επίσης προβλήματα: την άρχισαν μόνο, αφού βεβαιώθηκαν ότι οι Σπαρτιάτες, τους οποίους κατηγορούσαν, όπως λέει ο Ηρόδοτος, ότι «άλλα σκέπτονταν και άλλα έλεγαν», είχαν αφήσει τις θέσεις τους.
Αλλά οι Σπαρτιάτες κινήθηκαν με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, σύμφωνα με την αθηναϊκή παράδοση, πράγμα που είχε ως συνέπεια μια μεγαλύτερη αθηναϊκή καθυστέρηση. Έτσι οι Αθηναίοι ξεκίνησαν αργά, περιπλανήθηκαν την νύχτα και δεν κατέλαβαν την προκαθορισμένη θέση τους στην Νήσο.

Ο ιστορικός Kirsten, ερμηνεύοντας κατά λέξη τον Ηρόδοτο, υποστηρίζει ότι οι Αθηναίοι κινήθηκαν προς τα εμπρός, προχώρησαν δηλαδή προς τα βόρεια, στην πεδιάδα του Ασωπού, αντίθετα προς την κατεύθυνση της υποχωρήσεως, είτε γιατί θεωρούσαν ταπεινωτική την υποχώρηση, είτε γιατί πίστευαν ότι οι νικητές του Μαραθώνος ήταν σε θέση να νικήσουν μόνοι τους τους Πέρσες.
Ορθά όμως έχει παρατηρηθεί ότι η πείρα των τελευταίων ημερών θα είχε πείσει τους Αθηναίους ότι ένα τέτοιο εγχείρημα δεν ήταν εύκολο. Η πεδιάδα που διάλεξαν οι Αθηναίοι, για να μετακινηθούν, ήταν η πεδινή έκταση που μεσολαβούσε ανάμεσα στον λόφο του Πύργου και στην Νήσο. Η πορεία αυτή ήταν η συντομότερη και η πιο ασφαλής, εφόσον πραγματοποιήθηκε νύχτα.

Ο Ηρόδοτος παραθέτει μια ιστορία, για να εξηγήσει την καθυστέρηση των Σπαρτιατών. Ένας ανώτερος Σπαρτιάτης αξιωματικός, διοικητής του Πιτανάτη λόχου, ο Αμομφάρετος, αρνήθηκε να υποχωρήσει με το τμήμα του, γιατί θεώρησε αντίθετη προς την σπαρτιατική τιμή την υποχώρηση εμπρός στον εχθρό. Ο Παυσανίας και ο Ευρυάναξ δεν κατόρθωσαν να τον πείσουν να ξεκινήσει. Στο τέλος αποφάσισαν να προχωρήσουν αφήνοντάς τον πίσω, με την ελπίδα ότι μένοντας μόνος θα τους ακολουθούσε, πράγμα που έγινε τελικά. Αλλά έτσι καθυστέρησαν πολλές ώρες.
Οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν αδιανόητη την ανυπακοή του Αμομφάρετου στις διαταγές των αρχηγών του. Άλλωστε, αν πραγματικά πίστευε ο Αμομφάρετος ότι η σπαρτιατική τιμή απαγόρευε την υποχώρηση, δεν θα υποχωρούσε τελικά, αλλά θα πολεμούσε μόνος σαν τον Λεωνίδα.

Ας σημειωθεί επίσης ότι ο Θουκυδίδης αρνείται την ύπαρξη του Πισανάτη λόχου. Δεν αποκλείεται, όμως, η καθυστέρηση των Αθηναίων και των Σπαρτιατών να οφειλόταν σε άλλη αιτία. Ίσως, δηλαδή, όταν διαπιστώθηκε ότι τμήματα του ελληνικού κέντρου δεν κατέλαβαν την θέση που προέβλεπε το αρχικό σχέδιο, έγινε συμβούλιο Αθηναίων και Σπαρτιατών αρχηγών για νέες αποφάσεις. Ίσως μάλιστα αποφασίστηκε να παραταχθούν οι Αθηναίοι στα αριστερά των Σπαρτιατών, αγνοώντας το κέντρο. Στην περίπτωση αυτή η συνένωση των Αθηναίων και των Σπαρτιατών δεν θα είχε πραγματοποιηθεί, όταν άρχισε η επίθεση.
Αλλά υπάρχει και άλλη μία εξήγηση, περισσότερο πιθανή. Η υποχώρηση των Σπαρτιατών δεν καθυστέρησε, αλλά εκτελέστηκε αργά, σύμφωνα με το σχέδιο. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί, γιατί ο λόχος του Αμομφάρετου δεν είχε συμπληρώσει την σύμπτυξή του το πρωί. Η αργοπορία αυτή λοιπόν απέβλεπε στο να παρασύρει τους Πέρσες σε επίθεση. Και αν αυτός ήταν ο σκοπός του Παυσανία,
τότε η επιτυχία του ήταν μεγάλη, γιατί οι Πέρσες έπεσαν στην παγίδα και άρχισαν την επίθεση.

Όπως και αν έχει το πράγμα, το κύριο σπαρτιατικό σώμα κατέλαβε μέσα στο σκοτάδι τις υπώρειες του Κιθαιρώνος, ενώ ελαφρά τμήματα καθάρισαν τον δρόμο ανεφοδιασμού και πέτυχαν έτσι έναν από τους κύριους αντικειμενικούς σκοπούς της επιχειρήσεως. Αλλά το ελληνικό μέτωπο δεν φαίνεται να παρουσίαζε συνοχή.

Η μάχη των Πλαταιών έγινε στις 4 Βοηδρομιώνος του 479 π.Χ., 13 ημέρες μετά την κατάληψη της δεύτερης θέσης από τους Έλληνες. Με την ανατολή του ηλίου οι Πέρσες ιππείς, που πέρασαν ξανά τον Ασωπό, για να συνεχίσουν τις επιθέσεις της προηγουμένης ημέρας, διαπίστωσαν ότι οι Έλληνες είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους. Μόνο ο καθυστερημένος λόχος του Αμομφάρετου διακρινόταν να υποχωρεί αργά μέσα στην πεδιάδα προς τις πλαγιές το Κιθαιρώνος.
Ο Μαρδόνιος έμαθε από τους ιππείς του την ελληνική υποχώρηση. Καθώς ήταν ήδη αποφασισμένος να δώσει την αποφασιστική μάχη, θέλησε να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε. Η απόφασή του φαίνεται συνετή: η ελληνική παράταξη είχε διαιρεθεί σε τρία τμήματα. Οι Σπαρτιάτες υποχωρούσαν ακόμη και θα είχαν ασφαλώς κάποια δυσκολία να περάσουν από την υποχώρηση στην άμυνα ή στην επίθεση.
Δεν υποπτεύθηκε πάντως ο Μαρδόνιος την δυνατότητα παγίδας και οπωσδήποτε φαίνεται ότι παρασύρθηκε σε θέση όχι τόσο κατάλληλη για το ιππικό του.

Οι Πέρσες λοιπόν και οι «μηδίζοντες» Έλληνες εφόρμησαν εναντίον των τριών αυτών τμημάτων χωριστά. Τρεις συμπλοκές η μια αρκετά μακριά από την άλλη, αλλά με κάποια αλληλοεξάρτηση, αποτέλεσαν την μάχη των Πλαταιών. Στην πρώτη, στην μάχη δηλαδή που συνήψαν οι Σπαρτιάτες με τους Πέρσες κρίθηκε η τύχη της μάχης, αλλά και της αρχαίας Ελλάδας. Η κύρια συμπλοκή ανάμεσα στους Σπαρτιάτες και τους Πέρσες άρχισε με την επίθεση του περσικού ιππικού εναντίον του λόχου του Αμομφάρετου που, πιθανότατα ως τμήμα προκαλύψεως, υποχωρούσε προς τις πλαγιές του Κιθαιρώνος.
Όταν εκδηλώθηκε η επίθεση του περσικού ιππικού, το κύριο σώμα των Σπαρτιατών είχε φτάσει κοντά στον Μολοέντα, παραπόταμο του Ασωπού, στην τοποθεσία Αργιόπιο, όπου υπήρχε ιερό της Ελευσινίας Δήμητρος, σε απόσταση 10 σταδίων (1800-1900 μ.) από την αφετηρία τους. Κατά τον Ηρόδοτο, μόλις το σώμα του Αμομφάρετου ενώθηκε με το κύριο σπαρτιατικό σώμα, άρχισε αμέσως η επίθεση ολοκλήρου του εχθρικού ιππικού. Ο Παυσανίας, φαίνεται, βρέθηκε σε δύσκολη θέση (ίσως γιατί δεν είχε κατορθώσει ακόμη να καταλάβει τις ορεινές θέσεις που προέβλεπε το σχέδιό του) και ζήτησε βοήθεια από τους Αθηναίους.
Αλλά οι Αθηναίοι δεν μπόρεσαν να τον ενισχύσουν, γιατί, ενώ όδευαν προς την κατεύθυνση των Σπαρτιατών, δέχτηκαν επίθεση των Θηβαίων. Εδώ βρίσκεται ίσως ένα μικρό κενό στην διήγηση του Ηροδότου. Οι Σπαρτιάτες κατόρθωσαν να υποχωρήσουν σε έδαφος προφυλαγμένο από τις επιθέσεις του ιππικού. Έτσι τις επιθέσεις του περσικού ιππικού διαδέχτηκαν τώρα οι επιθέσεις του περσικού πεζικού.
Ο Μαρδόνιος, επικεφαλής του περσικού πεζικού της αριστερής πτέρυγός του, επιτέθηκε εναντίον των Σπαρτιατών. Πιθανότατα διέταξε και το κέντρο του να επιτεθεί όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Έπρεπε να εξαναγκάσει τους Σπαρτιάτες να δώσουν μάχη, πριν καταλάβουν στις υπώρειες του Κιθαιρώνος θέσεις ακατάλληλες για την επίθεση του περσικού πεζικού.
Ασφαλώς οι ιππείς του δεν είχαν αντιληφθεί τους Αθηναίους, που προχωρούσαν σε πεδινό έδαφος, γιατί τους έκρυβε η Ράχη του Ασωπού. Γι’ αυτό δεν δόθηκε διαταγή για επίθεση εναντίον τους.

Είναι φανερό ότι ο Μαρδόνιος πίστευε ότι θα κέρδιζε τη μάχη, αν τα καλύτερά του στρατεύματα νικούσαν τα καλύτερα στρατεύματα των Ελλήνων, αν δηλαδή ο Πέρσες νικούσαν τους Σπαρτιάτες. Στην πραγματικότητα έγινε ακριβώς το αντίθετο: έχασε τη μάχη, γιατί το καλύτερο τμήμα του νικήθηκε από τον καλύτερο στρατό των Ελλήνων, τους Σπαρτιάτες .

Όταν οι αρχηγοί των άλλων εχθρικών τμημάτων είδαν τους Πέρσες να καταδιώκουν τους Έλληνες, έδωσαν διαταγή επιθέσεως. Τα τμήματα αυτά όρμησαν τρέχοντας με μεγάλη βοή, νομίζοντας ότι θα καταβάλουν με έφοδο τους Έλληνες. Η κίνηση όμως προς τα εμπρός γινόταν με απερίγραπτη αταξία. Το περσικό πεζικό αποτελούσαν τοξότες, που είχαν ως μόνο αμυντικό όπλο μεγάλες ξύλινες ασπίδες από πλέγμα λυγαριάς, ήταν δηλαδή ουσιαστικά άοπλοι μπροστά στους σιδηρόφρακτους οπλίτες της Σπάρτης.
Όταν πλησίασαν τους Σπαρτιάτες στην κοιλάδα του Μολόεντα, κοντά στο ναό της Δήμητρας, σταμάτησαν, στερέωσαν στο έδαφος τις ασπίδες τους, δημιουργώντας έτσι προστατευτικό τείχος, και κάλυψαν τους Σπαρτιάτες με σύννεφο από βέλη. Για ένα διάστημα οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες υπέμεναν με καρτερία τον καταιγισμό προφυλαγμένοι απ’ τις ασπίδες τους.
Ο Ηρόδοτος αποδίδει την αδράνειά τους στους κακούς οιωνούς των θυσιών. Μόνο όταν ο Παυσανίας πέτυχε ευνοϊκούς οιωνούς, αφού προσευχήθηκε στρεφόμενος προς την κατεύθυνση του Ηραίου των Πλαταιών, έδωσε, λέγει, την διαταγή της εξορμήσεως.

Δεν αποκλείεται να προφασίστηκε τους κακούς οιωνούς και δεν διέταξε αμέσως επίθεση, για να αφήσει χρόνο στους Πέρσες να ρίξουν στη μάχη όλο το πεζικό τους, ώστε να δυσκολευτούν στην υποχώρηση και η σπαρτιατική νίκη να είναι ολοκληρωτική. Τότε πρώτοι οι Τεγεάτες, που είχαν θέση αριστερά των Σπαρτιατών, όρμησαν εναντίον των Περσών και των Μήδων και παρέσυραν στην επίθεση ολόκληρη την σπαρτιατική φάλαγγα.

Η πρώτη μάχη έγινε στο τείχος των ασπίδων. Όταν το διέσπασαν, η σύγκρουση συνεχίστηκε γύρω από το ιερό της Δήμητρας, κοντά στην θέση Αργιόπιον. Οι Πέρσες και οι Μήδοι αγωνίστηκαν με γενναιότητα. Αλλά, καθώς είχαν μείνει χωρίς ασπίδες, στάθηκαν ανίσχυροι να αντιταχθούν στο δωρικό δόρυ.
Η συμπλοκή μεταβλήθηκε γρήγορα σε σφαγή και, όταν ο Σπαρτιάτης Αρίμνηστος σκότωσε τον Μαρδόνιο, που μαχόταν στο μέσον 1000 εκλεκτών πολεμιστών του, οι Πέρσες και οι Μήδοι εγκατέλειψαν τον αγώνα, ξαναπέρασαν καταδιωκόμενοι τον Ασωπό και κατέφυγαν (τουλάχιστον ένα μέρος τους) στο περιχαρακωμένο στρατόπεδο.

Το μεγάλο πρόβλημα της σύγκρουσης Σπαρτιατών - Περσών είναι η απουσία του περσικού ιππικού. Σχετικά έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Η πιο πιθανή είναι ότι, όπως μαρτυρεί ο Βοιωτός Πλούταρχος στον Βίο του Αριστείδη, η κρίσιμη φάση της μάχης έγινε κοντά στον ναό της Ελευσινίας Δήμητρος, στις υπώρειες του Κιθαιρώνος, σε έδαφος ακατάλληλο για το ιππικό.
Οι Αθηναίοι, που έως την επίθεση κατά των Σπαρτιατών δεν αντιμετώπιζαν καμμία επίθεση, καθώς βάδιζαν κρυμμένοι πίσω από τα υψώματα της Ράχης του Ασωπού, αναγκάστηκαν μετά την αίτηση βοηθείας από την Παυσανία να αλλάξουν πορεία και έτσι αποκάλυψαν την θέση τους στον εχθρό. Οι «μηδίζοντες» Έλληνες βρέθηκαν έτσι απέναντι στους Αθηναίους.

Ενώ, όμως, λέγει ο Ηρόδοτος, όλοι οι άλλοι έδειξαν θεληματικά δειλία και δεν πολέμησαν, οι Θηβαίοι επιτέθηκαν εναντίον των Αθηναίων και πολέμησαν γενναία. Στην συμπλοκή που ακολούθησε οι Αθηναίοι νίκησαν τους Θηβαίους, που είχαν σ’αυτή την συμπλοκή 300 νεκρούς. Οι Θηβαίοι αποσύρθηκαν βιαστικά στην Θήβα.
Κατά τον Έφορο, οι Αθηναίοι, οι Πλαταιείς και οι Θεσπιείς καταδίωξαν τους Θηβαίους ως την πόλη τους, τους νίκησαν για δεύτερη φορά και τους ανάγκασαν να κλειστούν στα τείχη. Μέσα στην γενική φυγή μόνο το ιππικό, και ιδιαίτερα το βοιωτικό, που ήταν ανέπαφο, γιατί δεν είχε πολεμήσει ως εκείνη την στιγμή, προσπαθούσε να υποστηρίξει τους φυγάδες και να εμποδίσει, όσο μπορούσε, τις ελληνικές επιθέσεις.

Οι Έλληνες, όμως, συνέχισαν την καταδίωξη και την σφαγή των ανδρών του Ξέρξη. Κατά τον Ηρόδοτο, τόσο οι ελληνικές δυνάμεις όσο και οι εχθρικές που καταλάμβαναν το κέντρο των δύο παρατάξεων, δεν πολέμησαν στην κρίσιμη φάση της μάχης. Η διήγησή του δεν είναι πειστική. Ήδη στην αρχαιότητα ο Πλούταρχος αμφισβήτησε αυτή την εκδοχή: «είναι άξιο απορίας, γράφει, πώς ο Ηρόδοτος λέει ότι μόνο οι Αθηναίοι, οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες πολέμησαν με τους εχθρούς».

Το αντίθετο μαρτυρεί το πλήθος των νεκρών και το γεγονός ότι όλοι μαζί οι Έλληνες ίδρυσαν τον βωμό στον Δία Ελευθέριο. Αλλά όσες αμφιβολίες και αν δημιουργεί η εκδοχή του Ηροδότου είναι η μοναδική πηγή: Κατά τον Ηρόδοτο, λοιπόν, οι Έλληνες που είχαν παραταχθεί κοντά στο Ηραίον, εμπρός από την πόλη των Πλαταιών, δεν επιτέθηκαν εναντίον του εχθρού, αλλά ούτε δέχθηκαν επίθεση.
Από την αφήγησή του μάλιστα δεν φαίνεται να υπήρχε εχθρικός στρατός -η δύναμη του Αρταβάζου-απέναντί τους. Ο στρατός αυτός, αν ήταν παρατεταγμένος απέναντι στο ελληνικό κέντρο, πρέπει να μην τόλμησε να επιτεθεί, γιατί οι ελληνικές θέσεις ήταν ιδιαίτερα ισχυρές (εκτός πια αν είχε χάσει ο Αρτάβαζος κάθε επαφή με τους Έλληνες του κέντρου).
Η υπόθεση αυτή συμφωνεί με την μαρτυρία του Ηροδότου, που παρουσιάζει τον Αρτάβαζο να παρακολουθεί τον αγώνα ως θεατής και να διατάζει, μετά τον θάνατο του Μαρδονίου, γρήγορη υποχώρηση προς την Φωκίδα.

Κατά τον Ηρόδοτο, οι Έλληνες του κέντρου, όταν διαπίστωσαν την νίκη των Σπαρτιατών, δεν καταδίωξαν τον εχθρό που υποχωρούσε, αλλά χωρίστηκαν σε δύο τμήματα. Οι Κορίνθιοι και άλλοι Έλληνες (το δεξιό τμήμα του κέντρου) προχώρησαν προς τον ναό της Δήμητρος, κοντά στις υπώρειες και τους λόφους -ασφαλώς για αν βοηθήσουν τους Σπαρτιάτες στην καταδίωξη του εχθρού.
Δεν είναι γνωστό τι πέτυχαν με την κίνησή τους αυτή. Οι Έλληνες του αριστερού τμήματος του κέντρου (δηλαδή από τους Μεγαρείς ως τους Φλειασίους) ακολούθησαν τον δρόμο της πεδιάδας. Ο Ηρόδοτος δεν προσδιορίζει την κατεύθυνση.
Είναι πιθανό ότι βάδισαν προς την κατεύθυνση των Αθηναίων. Όταν το τμήμα αυτό πλησίασε ασύντακτο τους εχθρούς, έγινε αντιληπτό από το θηβαϊκό ιππικό, που με αρχηγό τον ίππαρχο Ασωπόδωρο εξόρμησε εναντίον τους, φόνευσε 600 και απώθησε τους υπολοίπους προς τις πλαγιές του Κιθαιρώνος. Στην συμπλοκή αυτή οι Έλληνες είχαν, κατά τον Ηρόδοτο, τις μεγαλύτερες απώλειες.

Η μάχη είχε κριθεί. Ο εχθρικός στρατός υποχωρούσε παντού. Ένα τμήμα του κατέφυγε στο περιχαρακωμένο στρατόπεδο που είχε εγκαταστήσει ο Μαρδόνιος στον Σκώλο, κοντά στην Θήβα, ενώ ένα άλλο τμήμα του, με αρχηγό τον Αρτάβαζο, υποχωρούσε γρήγορα προς την Φωκίδα.
Είναι πολύ πιθανό ότι ένα μεγάλο μέρος του στρατού του Μαρδονίου ενώθηκε με τον Αρτάβαζο και κατόρθωσε να επιστρέψει στην Ασία με πολλές κακουχίες και απώλειες.
Ασφαλώς οι Έλληνες δεν καταδίωξαν τον στρατό αυτό, γιατί δεν διέθεταν ιππικό και γιατί έπρεπε να τιμωρήσουν τους Θηβαίους.

Η τύχη των Περσών που κατέφυγαν στο περιχαρακωμένο στρατόπεδο ήταν ο όλεθρος. Οι Σπαρτιάτες που τους καταδίωξαν ως εκεί δεν μπόρεσαν να τους καταβάλουν αμέσως, γιατί οι Πέρσες τους απέκρουσαν εύκολα απ’ τα τείχη και τους πύργους. Έτσι ζήτησαν την ενίσχυση των Αθηναίων που είχαν την φήμη των ειδικών στις τειχομαχίες. Ο αγώνας υπήρξε σκληρός και παρατεταμένος.
Τέλος, οι Αθηναίοι με την ανδρεία και την επιμονή τους ανέβηκαν στο τείχος και γκρέμισαν ένα τμήμα του. Από το ρήγμα εισόρμησαν οι Έλληνες -πρώτοι οι Τεγεάτες.

Ακολούθησε γενική σφαγή των Περσών, που δεν πρόβαλαν καμμία αντίσταση. Δεν είναι δυνατόν από την διήγηση του Ηροδότου να καθορίσουμε με βεβαιότητα την διάρκεια της πολιορκίας του περσικού στρατοπέδου. Το πιθανότερο είναι ότι η επιχείρηση τελείωσε την ίδια μέρα που έγινε η μάχη. Η άποψη μιας πολυήμερης πολιορκίας δεν στηρίζεται πουθενά.

Επί 10 περίπου ημέρες οι Έλληνες έθαβαν τους νεκρούς τους.
Κατά τον Ηρόδοτο, στη μάχη έπεσαν 91 Σπαρτιάτες οπλίτες, 52 Αθηναίοι και 16 Τεγεάτες. Πρέπει ασφαλώς να προστεθούν και οι 600 του κέντρου της ελληνικής παρατάξεως.
Αλλά ο Πλούταρχος υπολογίζει τους νεκρούς των Ελλήνων συνολικά σε 1360.
Η πληροφορία του Εφόρου ότι οι Έλληνες έθαψαν «τους πεσόντας όντας πλείους των μυρίων» (πάνω από 10.000) δεν φαίνεται πιθανή.
Ο ίδιος αναφέρει ότι οι Έλληνες εξόντωσαν περισσότερους από 100.000 Πέρσες, ενώ ο Ηρόδοτος δίνει ακόμα υψηλότερους αριθμούς: από τους 300.000 άνδρες του Μαρδονίου σώθηκαν μόνο 43.000 (40.000 του Αρταβάζου και άλλοι 3.000).

Ασφαλώς οι απώλειες των βαρβάρων είναι πάρα πολύ εξογκωμένες και των Ελλήνων αρκετά μειωμένες. Στην αρχή του δρόμου των Πλαταιών προς τα Μέγαρα ανήγειραν οι ελληνικές πόλεις τάφους για τους ηρωικούς νεκρούς τους. Ο Ηρόδοτος δίνει αρκετές λεπτομέρειες: οι Σπαρτιάτες έθαψαν σε τρεις τάφους τους νεκρούς τους, πιθανώτατα σε έναν τους «ιρένες» (τους Σπαρτιάτες που είχαν ήδη συμπληρώσει την ηλικία των 20 ετών), σε έναν δεύτερο τους περιοίκου ς(τους άλλους Σπαρτιάτες, γράφει ο Ηρόδοτος) και σε έναν τρίτο τους είλωτες.

Οι άλλες πόλεις (Αθήνα, Μέγαρα, Τεγέα και Φλειούς) έθαψαν η καθεμία όλους τους νεκρούς της μαζί σε έναν τάφο. Ο Ηρόδοτος προσθέτει ότι οι άλλοι Έλληνες που δεν πολέμησαν στις Πλαταιές ανύψωσαν τύμβους που δεν περιείχαν νεκρούς, για να πλαστογραφήσουν την ιστορία, αφού οι μελλοντικές γενιές των Ελλήνων θα έβλεπαν σε αυτούς τους τύμβους αποδείξεις συμμετοχής στην μάχη.
Και προσπαθεί να το αποδείξει με την πληροφορία που άκουσε ότι ο τύμβος των Αιγινητών υψώθηκε 10 χρόνια μετά την μάχη. Ίσως να μην είναι ακριβής η πληροφορία και ο ισχυρισμός του Ηροδότου να αποτελεί προσπάθεια περιορισμού της δόξας για τη νίκη μόνο στους Σπαρτιάτες, στους Αθηναίους, στους Τεγεάτες, στους Μεγαρείς και στους Φλειασίους.

Από τα λάφυρα της μάχης προσέφεραν οι Έλληνες, όπως και μετά την ναυμαχία της Σαλαμίνος, το 1/10 στους θεούς. Στον Απόλλωνα των Δελφών αφιέρωσαν έναν χρυσό τρίποδα τοποθετημένο στην κορυφή χάλκινου κίονος, ο οποίος παριστάνει 3 φίδια που αλληλοσυμπλέκονται.

Επάνω στους έλικες των φιδιών χάραξαν τα ονόματα των πόλεων που πολέμησαν στις Πλαταιές.
Πιθανώτατα επάνω στη βάση του κίονος ο Παυσανίας χάραξε το υπερήφανο δίστιχο: «Ελλήνων στρατηγός, επεί στρατόν ώλεσε Μήδων, Παυσανίας Φοίβω μνήμ’ ανέθηκε τόδε».
Κατά τον Θουκυδίδη, το επίγραμμα αυτό του Παυσανία υπήρξε η πρώτη αιτία της δυσμένειας, στην οποία υπέπεσε, γιατί οι Σπαρτιάτες και οι άλλοι Έλληνες δεν συγχώρεσαν στον νικητή των Πλαταιών την αλαζονεία του.

Κατά τον ιστορικό, οι Έλληνες έσβησαν το επίγραμμα και το αντικατέστησαν με τα ονόματα των λαών. Ίσως παράλληλα να έγραψαν στη βάση ένα άλλο επίγραμμα του Σιμωνίδη: «Ελλάδος ευρυχώρου σωτήρες τον δ’ ανέθηκαν δουλοσύνης στυγεράς ρυσάμενοι πόλιας».

Ο χρυσός τρίποδας λεηλατήθηκε από τους Φωκείς που κατέλαβαν το Μαντείο κατά τον Β’ Ιερόπόλεμο, ενώ ο χάλκινος κίονας μεταφέρθηκε στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης από τον Μέγα Κωνσταντίνο και σώζεται ως σήμερα.

Στον Δία της Ολυμπίας και στον Ποσειδώνα του Ισθμού αφιέρωσαν οι Έλληνες κολοσσιαία ορειχάλκινα αγάλματα. 

Η Σπάρτη και ο Παυσανίας δέχτηκαν τα βραβεία της ανδρείας. Αξιωματικοί και οπλίτες μοιράστηκαν τα υπόλοιπα λάφυρα: χρυσό, αργυρό, πολύτιμα υφάσματα, δούλους.

Οι Έλληνες ίδρυσαν επίσης στο πεδίο της μάχης βωμό του Ελευθερίου Διός, επάνω στον οποίο χάραξαν το επίγραμμα του Σιμωνίδη: «τόνδε που Έλληνες νίκας κράτει έργω Άρηος Πέρσας εξελάσαντες ελευθέρα Ελλάδι κοινόν ιδρύσαντο Διός βωμόν ελευθερίου».

Οι Πλαταιείς, που η χώρα τους ανακηρύχθηκε ιερή, απαραβίαστη και ουδέτερη, ανέλαβαν να εορτάζουν κάθε 4 χρόνια τα Ελευθέρια προς τιμήν των νεκρών που τάφηκαν στην γη τους. 

Την 11η ημέρα μετά την μάχη ο ελληνικός στρατός παρουσιάστηκε εμπρός στα τείχη της Θήβας και απαίτησε την παράδοση των Θηβαίων αρχηγών που οδήγησαν την πόλη στην περσική συμμαχία. Εκτελούσαν έτσι τον όρκο που είχαν δώσει στον Ισθμό, όταν έκλεισαν την συνθήκη της Πανελλήνιας συμμαχίας.

Μετά από πολιορκία 20 ημερών η πόλη δέχτηκε να παραδώσει τους αρχηγούς του μηδισμού. Ο Ατταγίνος κατόρθωσε να δραπετεύσει. Ο Τιμαγενίδας και οι άλλοι που παραδόθηκαν από τους Θηβαίους στον Παυσανία μεταφέρθηκαν στον Ισθμό και θανατώθηκαν.
Αλλά η μεγαλύτερη τιμωρία της Θήβας ήταν η διάλυση της βοιωτικής Συμπολιτείας, στην οποία η πόλη αυτή είχε την πρώτη θέση. Η διάλυση της Συμπολιτείας ωφέλησε ιδιαίτερα την Αθήνα, η οποία μπορούσε πια ευκολότερα να ασκεί την πολιτική της επιρροή στην Βοιωτία.

Στις Πλαταιές απέτυχε και η τελευταία προσπάθεια των Περσών να κατακτήσουν την Ελλάδα. Τα ελληνικά όπλα εξασφάλισαν την ελευθερία.
Έκτοτε δεν ακολούθησε καμμία νέα περσική στρατιωτική επιχείρηση κατά της Ελλάδος.

Οι Πέρσες περιορίστηκαν να αναμειγνύονται παρασκηνιακά στα ελληνικά πράγματα, δωροδοκώντας τις ελληνικές πόλεις με χρυσό, για να πετύχουν την βαθμιαία αποδυνάμωσή τους.

Τελικά, κάτι κατάφεραν. Τους πελοποννησιακούς πολέμους οι οποίοι αποδυνάμωσαν πλήρως την Ελλάδα...

Πηγή: http://stisrymestouxronou.blogspot.com/2009/06/479.html

*Αυτή η επιγραφή είναι μπροστά στο κυβερνητικό μέγαρο της FYROM. Δυστυχώς, είναι πολλοί αυτοί που δεν καταλαβαίνουν ελληνικά...

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Οι άπληστοι ειλωτόφονοι έφοροι συκοφαντούν και οδηγούν στο θάνατο τον ήρωα των Πλαταιών Παυσανία στη Σπάρτη, επειδή σχεδίαζε με τον άλλο κυνηγημένο από τους αυτο/καταστροφικούς “εκλεκτούς” μοναρχικούς Θεμιστοκλή, την ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ των Μεσσηνίων ειλώτων, αντί την καθημερινή εξολόθρευσή τους από την Κρυπτεία.
Είναι ενδεικτικό ότι για να μη συμφωνήσουν με τους είλωτες οι απλοί Σπαρτιάτες (που τους τρομοκρατούσαν οι έφοροι με παιδομαζώματα και συνεχείς, θεσμοθετημένους καυγάδες...), αμέσως μετά από τη δολοφονία του Παυσανία, αφιέρωσαν 2 χάλκινες εικόνες του στο ναό όπου είχε καταφύγει ικέτης (Διοδ. Σικ. 11,45)...