Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

Αριστόδημος

Ιστορικό μυθιστορηματάκι

Θερμοπύλες, Αύγουστος του 480 π.Χ.

...μυρισιν ποτ τδε τριηκοσαις μχοντο κ Πελοποννσου χιλιδες ττορες...

Στο πεδίο της μάχης

Δεν ήταν ούτε το μακάβριο φτερούγισμα των κορακιών, ούτε η δυσωδία των αμέτρητων νεκρών Περσών που τον ενοχλούσε. Στο κάτω-κάτω αυτή ήταν η δουλειά του, έσφιξε στα δόντια του το πείσμα σαν ξινό φρούτο, και σκέφτηκε:

"Αυτοί να ζήσουν ήξεραν πλουσιοπάροχα, για τον θάνατο όμως δεκάρα δεν δίνουν, θα τους αφήσω* να τους φάνε τα κοράκια** λαθραίους στον άλλο κόσμο δεν τους πάω"
σκέφτηκε και με δέος έσκυψε πάνω από τα σώματα των νεκρών Ελλήνων, ξεκινώντας την υπηρεσία του ο Χάρος.

Στο στρατόπεδο των Ελλήνων

Στο ελληνικό στρατόπεδο, ο Αριστόδημος ανήσυχος έψαχνε τον οβολό του για τον Χάροντα, όλη του την ζωή την πέρασε με υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια αλλά και για το τελευταίο δευτερόλεπτο έπρεπε και ήθελε να είναι προετοιμασμένος για το τόσο μεγάλο και σημαντικό τελευταίο ταξίδι του, πρέπει να τον έχασε την στιγμή της μάχης, έπρεπε το εισιτήριο να είναι πληρωμένο, τώρα του έλειπε ...

Στο στρατόπεδο των Περσών

Κανείς Πέρσης δεν αντιλήφθηκε πως ο Αριστόδημος μπήκε στο

στρατόπεδο.

Ο Αριστόδημος, από παιδί μικρό, ήταν όχι μόνο γνωστός για την ανδρεία του, αλλά από πολύ νωρίς κατείχε όλες τις πολεμικές τέχνες, ειδικά αυτή της παραλλαγής. Σε ολόκληρη την Σπάρτη δυο μόνο νεαρά παιδιά είχαν καταφέρει να αποκτήσουν το τιμητικό παρατσούκλι «αόρατος». Ένας από αυτούς ήταν ο Αριστόδημος.

„Aχριμάν“*** πρόλαβε να πει ο Πέρσης με τα μακριά μαλλιά τον πατέρα του οποίου είχε σκοτώσει ο Αισχύλος στον Μαραθώνα, πριν πέσει νεκρός στο έδαφος. Οι παλάμες του άνοιξαν και έπεσαν στο έδαφος οι δαρεικοί που σφικτά κρατούσε. Ο Αριστόδημος έσκυψε, πήρε μόνο έναν και του ψιθύρισε:

„Η κατάρα της πατρίδας σου ήταν, είναι, και θα είναι ο πλούτος“.

Καθώς σηκώθηκε, γυρίζοντας προς την έξοδο της σκηνής για να φύγει, προς μεγάλη του κατάπληξη βλέπει τον...Δημάρατο σφιγμένο στην χλιδή μιας περσικής ενδυμασίας και την

Μνημοσύνη

Για κλάσματα δευτερολέπτου ο Αριστόδημος άκουσε μια γαλήνια μουσική και μεταφέρθηκε στα παιδικά του χρόνια, στην κοιλάδα του Ευρώτα, όπου μαζί με τον άλλον «αόρατο» της Σπάρτης, τον Δημάρατο, εμφανιζόμενοι αιφνιδίως τρόμαζαν τον Λεωνίδα και την Γοργώ στα ραντεβουδάκια τους, και μετά όλοι μαζί όρκους φιλίας δίνανε στο όνομα του Απόλλωνα και ώρες ατελείωτες έπαιζαν ανέμελα. Τι όμορφες παιδικές στιγμές, τι χαρές, τι χαρούμενα παιχνίδια!

Δυστυχώς όμως οι υπηρέτες του Απόλλωνος δωροδοκήθηκαν από τον Κλεομένη, ο Δημάρατος αργότερα ταπεινώθηκε και εξορίστηκε, και όμως, με κίνδυνο της ζωής του είχε στείλει από καιρό κρυπτογράφημα στην Σπάρτη, ότι οι Πέρσες ξεκινούσαν εκστρατεία κατά της Ελλάδος. Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει γιατί μόνο η Γοργώ κατάλαβε και αποκρυπτογράφησε το κρυπτογράφημα...Τώρα, μία βασική αιτία που οι Σπαρτιάτες βρίσκονταν εδώ, στις Θερμοπύλες καλά προετοιμασμένοι, ήταν η Γοργώ και ο Δημάρατος, αυτόν που λένε προδότη.

Ο Αριστόδημος βρέθηκε πάλι στην πραγματικότητα, αυτή την φορά, σε αυτούς τους δυο άντρες που καρτερικά κουβαλούσαν το αβάσταχτο φορτίο των αδικιών της ζωής, το πεπρωμένο τους έπαιζε το δικό του σκληρό παιχνίδι.

Ο Αριστόδημος στάθηκε μπροστά στον Δημάρατο. Ήταν η στιγμή που μιλούσε η σιγή.

Κρύος ιδρώτας έλουσε τα σώματα τους. Όχι από φόβο. Δεν ήταν ο φόβος ο χειρότερος εχθρός τον Ελλήνων. Όχι. Η ντροπή ήταν ο χειρότερος εχθρός τους και όχι ο φόβος του θανάτου.

Ο Δημάρατος προχώρησε στην είσοδο της σκηνής και φώναξε:

Φρουρέ!

„Ο Μεγάλος Βασιλιάς θέλει να με δει επειγόντως. Διέταξε να με πάς όταν είμαι έτοιμος“.

„Στην αλλαγή φρουράς“ απήντησε Πέρσης.

Κατά την διάρκεια που ο Δημάρατος απασχολούσε τον φρουρό ο Αριστόδημος εγκατέλειψε την σκηνή.

Για μια χούφτα ελιές (Περ το τς λαίας στεφάνου)

Ο Αριστόδημος κοίταξε με θαυμασμό τον Λεωνίδα που ερχόταν να του μιλήσει. Ο άνθρωπος αυτός θα μπορούσε να είχε δεχτεί την πρόταση του Ξέρξη, και να είχε γίνει βασιλιάς ολόκληρης της Ελλάδος, χωρίς καν να παραδώσει τα όπλα του, εντελώς τιμητικά, μιας και οι περισσότερες ελληνικές πόλεις είχαν μηδίσει και να έχει πλουσιοπάροχες αποδοχές εν αντιθέσει με τους βασιλιάδες της Σπάρτης

-Και, ειλικρινά, στην πόλη σας, φίλοι Λακεδαιμόνιοι, πρέπει κανείς να αναγνωρίσει το εξής: Κανείς, πλούσιος ή φτωχός, απλός πολίτης ή βασιλιάς, δεν έχει ιδιαίτερες διακρίσεις ή ξεχωριστή εκπαίδευση πέρα από εκείνη που όρισε στην αρχή ο νομοθέτης σας με τη βοήθεια κάποιου θεού… (Πλάτων Νόμοι Γ, 696, β)-

που το πλεονέκτημα τους έναντι των άλλων πολιτών ήταν μια μερίδα παραπάνω φαγητό από τους υπόλοιπους. Και αμέτρητες φορές ο Λεωνίδας την είχε μοιραστεί μαζί του. Από που άραγε βρήκε αυτός ο άνθρωπος τέτοια δύναμη ψυχής όταν απάντησε στον Ξέρξη:

„Προτιμώ να πεθάνω, παρά να ζήσω για να υποδουλώσω την πατρίδα μου“.

(Αξέχαστα παραμένουν τα λόγια του Ξέρξη προς τον Μαρδόνιο:

„Παπαί, Μαρδόνιε", φη, "π ποίους πολεμίους βούλου πάγειν τος Πέρσας; όμην γρ στρατεύεσθαι π κακούς τε κα δειλούς, νν δ’ γωνίζονται ο περ ργυρίου, λλ περ ρετς.“)

Ο Αριστόδημος θυμήθηκε τον πατέρα του, την μελαγχολία του που όταν πήγε στον Μαραθώνα δεν πρόλαβε να πολεμήσει. Ούτε το γάλα από ζώα που έτρωγαν ελλέβορο και του έδιναν να πιει όπως τους είχε συστήσει το μαντείο του Μελάμποδος, αλλά ούτε και τα άλλα αντικαταθλιπτικά τον έπιαναν.

"Πατέρα ήρθε η ώρα να γίνεις καλά", σκέφτηκε, "θα πολεμήσω διπλά, για μένα και για σένα, θα γίνεις καλά πατέρα..."

Ο Λεωνίδας

στάθηκε μπροστά του και με σταθερή φωνή του είπε:

„Αριστόδημε, σίγουρα κατάλαβες τους λόγους που δεν δέχτηκα την πρόταση των Περσών. Δεν υπάρχει στην γη πουθενά τόσο χρυσάφι ούτε χώρα τόσο ανώτερη στην ομορφιά, ώστε να την δεχθούμε και να θελήσουμε μηδίζοντας να υποδουλώσουμε την Ελλάδα. Πολλά και μεγάλα είναι τα αίτια, τα οποία, και να θέλαμε, μάς εμποδίζουν να κάνουμε τέτοια πράξη. Πρώτα από όλα ζητούμε εκδίκηση όχι από αναίτιο μίσος, αλλά, επειδή οι εισβολείς πολλές φορές προσπάθησαν με τον δόλο του χρήματος να αγοράσουν την φτώχεια μας, ξεριζώνοντας έτσι τις αρχές μας, και να βυθίσουν στην απύθμενη θάλασσα του πλούτου που κατέχουν, κάθε μας τιμή και αξιοπρέπεια. Και καθώς κατάφεραν με διάφορα τεχνάσματα να πάρουν με το μέρος τους πολλούς Ελληνες, δεν πρέπει να συμμαχήσουμε με τον αίτιο αυτής της καταστροφής . Να γίνουμε και εμείς προδότες των αξιών μας δεν είναι σωστό“.

„Αναμφισβήτητα“,
απάντησε ο Αριστόδημος, προσδοκώντας με αγωνία την ώρα και την στιγμή της μάχης.

„Από εσένα όμως θέλω να θυσιάσεις κάτι περισσότερο από την ζωή σου"
συνέχισε ο Λεωνίδας:

„Αν και τα σοβαρά τραύματα σου δεν άλλαξαν καθόλου την μαχητικότητα σου, θέλω να πάς στην Σπάρτη και να επιβεβαιώσεις όλα τα ονόματα των Σπαρτιατών που πολέμησαν εδώ. Το δικό μου όνομα, σαν βασιλιάς που είμαι θα παραμείνει γνωστό. Εάν όμως, κάποιος κάποια στιγμή θελήσει να μάθει και τα ονόματα των άλλων ηρώων, θα πρέπει κάπου να υπάρχουν στην Σπάρτη. Και μην στεναχωριέσαι, εμείς εδώ ξεπεράσαμε όλες τις προσδοκίες, στο Αρτεμίσιο επίσης, ο Θεμιστοκλής ετοίμασε τον στόλο και η πατρίδα θα ξαναχρειαστεί την ανδρεία σου... αλλά να ξέρεις ότι οι ισοτύραννοι* έφοροι θα προσπαθήσουν να σε βγάλουν δειλό. Αυτοί μόνο το χρήμα έχουν κατά νου...“

„Η μάνα μου“,
σκέφτηκε ο Αριστόδημος,

"δεν φτάνει ο πόνος και η θλίψη του πατέρα μου, τώρα πρέπει να «σκοτώσω» και την μάνα μου... οι άλλες μητέρες χαρούμενες και υπερήφανες θα είναι για τα παιδιά τους που πέθαναν στις Θερμοπύλες, ενώ η δική μου θα με δει να επιστρέφω ζωντανός και όσο θα ζει- αν μπορεί να την πει ζωή κανείς αυτή πλέον- θα κυκλοφορεί ντροπιασμένη".

Ο Αριστόδημος κοίταξε τον Λεωνίδα στα μάτια και με ατράνταχτη φωνή του είπε:

„Η δική σου διαταγή είναι και δική μου επιθυμία, βασιλιά μου“.

Ο Λεωνίδας τον αγκάλιασε σφικτά, οι δυο άντρες χαιρετήθηκαν και φεύγοντας ο Λεωνίδας του είπε:

„Πες και στην Γοργώ, να αργήσει να έρθει στο ραντεβού μας....“

*Αριστοτ. Πολ. 1270β 13-16

Πλαταιές αργότερα...

Στο στρατόπεδο των Περσών

Ούτε και αυτή την φορά κανείς Πέρσης δεν αντιλήφθηκε πως ο Αριστόδημος, "ο τρέσας Αριστόδημος", έτσι όπως τον φώναζαν τώρα στην Σπάρτη, δηλαδή "ο φοβιτσιάρης Αριστόδημος", εισέβαλε στο στρατόπεδο τους. Μπήκε στην σκηνή του Αλέξανδρου Α, του έκλεισε το στόμα και του είπε:

Θα σε σκότωνα, αλλά σε γνωρίζω από παλιά (Ο βασιλιάς Αλέξανδρος Α, στην 80η Ολυμπιάδα, έτρεξε το Στάδιο και ήλθε δεύτερος με διαφορά στήθους), και στο κάτω-κάτω είμαστε και οι δυο Ελληνες από παλιά γενιά*. Σε χρειάζομαι, αυτή η μάχη πρέπει να είναι το τελειωτικό χτύπημα κατά των Περσών. Πολλοί ήταν αυτοί που έφυγαν για τα Ηλύσια Πεδία στις Θερμοπύλες. Ακουσε με λοιπόν, προσεκτικά. Ξέρω πολύ καλά τα σχέδια του Μαρδόνιου, στην σύσκεψη δεν με αντιλήφθηκε κανείς αλλά είμουν εκεί. Ομως, αν τα πω εγώ στους δικούς μας, δεν θα με πιστέψουν, όλοι με έχουν για φοβιτσιάρη, δειλό. Θα πας λοιπόν εσύ και θα τα καταθέσεις όλα στον Παυσανία
,τον άφησε και εξαφανίστηκε...

Ιστορίαι (Ηροδότου)/Καλλιόπη (Ο Αλέξανδρος προς τους Έλληνες στις Πλαταιές)

45 ο δ πε τατα κουσαν, ατίκα εποντο ς τς φυλακάς· πικομένοισι δ λεγε λέξανδρος τάδε. “νδρες θηναοι, παραθήκην μν τ πεα τάδε τίθεμαι, πόῤῥητα ποιεύμενος πρς μηδένα λέγειν μέας λλον Παυσανίην, μή με κα διαφθείρητε· ο γρ ν λεγον, ε μ μεγάλως κηδόμην συναπάσης τς λλάδος. 2 ατός τε γρ λλην γένος εμ τ αρχαον κα ντ λευθέρης δεδουλωμένην οκ ν θέλοιμι ρν τν λλάδα.

«Δεν θα έλεγα αυτά τα λόγια, αν δεν φρόντιζα υπερβολικά για όλη την Ελλάδα εν γένει, γιατί και εγώ είμαι Έλληνας από παλαιά και δε βαστά η ψυχή μου να βλέπω την Ελλάδα υποδουλωμένη αντί ελευθέρας»

*α) «...κατελθόντων δε ρακλειδών επι Τισαμενου του ρέστου βασιλεύοντος, Μεσσήνη μεν και Άργος εκατέρα μοίρα Τήμενον, η δε Κρεσφόντην έσχεν άρχοντας: εν Λακεδαίμονι δε όντων διδύμων τών Αριστοδήμου παίδων οικίαι δύο βασίλειαι γίνονται: συναρέσαι γαρ τη Πυθί φασίν» (Παυσανίας, Λακωνικά, Ι, 5-6)

β)Την εποχή του Ηροδότου πολύ συζήτηση γινόταν περί Ηρακλειδών, όπως αναφέρεται σε ένα απόσπασμα ποιήματος του Τυριαίου, που διεσώθη από τον Στράβωνα (65 π.Χ. - 23 μ.Χ.). Έλεγε: «Ζεύς Ηρακλείδες την δε δέδωκε πόλιν οίσιν άμα προλιπόντες Ερινεόν ηνεμόεντα ευρείαν. Πέλοπος νήσον αφικόμεθα».

Ποιοι ήσαν οι Ηρακλειδείς; Συνεχίζει ο Ηρόδοτος. Το γενεαλογικό τους δέντρο κρατάει από τον Δία και τη Δανάη, που γέννησαν τον Περσέα. Απ’ αυτόν γεννήθηκαν ο Αλκαίος και ο Αμφιτρίων. Παιδί του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης ο Ηρακλής, εκ του οποίου προήλθε ο Ύλλος. Απόγονος τούτου ο Κλεοδαίος και απ’ αυτόν ο Αριστόμαχος και ο Αριστόδημος, οι λεγόμενοι Ηρακλείδες. Από τον Αριστόμαχο έχουμε τον Τήμενο και τους Τημενίδες, Αγραίο, Φάλκη, Κείσο, Υρνηθώ και Γαυάνη, Αέροπο και Περδίκα.

Ο Περδίκας, λοιπόν ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Οι απόγονοί του κατά σειράν ήσαν: Αργαίος και εξ αυτού ο Φίλιππος, κατόπιν ο Αέροπος και μετά ο Αλκέτας. Παιδί του Αλκέτα ο Αμύντας, ο πατέρας του Αλεξάνδρου του Α'. Αυτού του Αλέξανδρου θέλησε να δώσει το γενεαλογικό δέντρο ο Ηρόδοτος στο βιβλίο του «Κλειώ».

Πρόσκληση

Στην μάχη των Πλαταιών από τα χιλιάδες βέλη 298 βρήκαν τον στόχο τους, τον Αριστόδημο.

Πατέρα…
ψιθύρισε και ξεψύχησε. Από το επέκεινα ακούστηκε η φωνή του Αχιλλέα:

„Αριστόδημε, αν και δικαιωματικά χαίρεσαι για την τιμητική θέση που σε περιμένει ανάμεσα μας, αν μπορούσες να δεις πως θα γίνει η πατρίδα σου στο μέλλον, θα προτιμούσες να ήσουν υπηρέτης σε χοιροβοσκό…“

Κανείς ποτέ δεν βρήκε τον δαρεικό που προηγουμένως είχε δέσει σφικτά στο σώμα του ο Αριστόδημος.

Ινδιάνος και μοναχός

Το πεντακάθαρο νερό, που κυλά στα ρυάκια και στα ποτάμια μεταφέρει στο διάβα του είναι το αίμα των προγόνων μας. Το μουρμουρητό του είναι η φωνή τους.

Ο αρχηγός των Ινδιάνων Ντου­γάμι, Σηάτλ 1855.

Ξένε, αν τύχη και πάς μοναχός στην Σπάρτη, πήγαινε στον κλειδωμένο τάφο του Λεωνίδα, κράτα ενός λεπτού σιγή, και εάν τυχόν βρεις κανένα Σπαρτιάτη, πες του

ότι στις Θερμοπύλες εκεί που οι 300 από την γη του Πέλοπα κάποτε ένδοξα ενάντια εκατομμυρίων πολέμησαν, όχι πολύ μακριά από τον Ανδριάντα του Λεωνίδα και τα 300 κυπαρίσσια, φθάνουμε σε ένα δασάκι, όπου ένας μικρός καταρράκτης καταλήγει σε μικρή δεξαμενή χαρίζοντας μια ειδυλλιακή αίσθηση δροσιάς αλλά όμως το νερό χειμώνα-καλοκαίρι είναι ζεστό, λες και είναι ανθρώπινο αίμα...

Αλλά γιατί μιλάμε για πράγματα που δεν είναι τόσο σημαντικά;

Έχει άλλες χαρές και ηδονές η ζωή...

Αντί επιλόγου

Ήρωες για κατούρημα...

Μέχρι προ τινός, στο μνημείο των Θερμοπυλών δεν υπήρχε τουαλέτα.

Που κατουρούσε ο κόσμος;



Νίκος Σάμιος

*Οι ανασκαφές του μεγάλου αρχαιολόγου Σπυρίδωνος Μαρινάτου στις Θερμοπύλες το 1939

έφεραν στο φως μεγάλο αριθμό από αιχμές βελών (αιχμές από τα περσικά όπλα). Αυτά τα βέλη επαλήθευσαν την αφήγηση του Ηρόδοτου- και τη μετέπειτα λαϊκή απεικόνιση- με τους τελευταίους οπλίτες να πολιορκούνται από παντού, πνιγμένοι σε μια βροχή από εκτοξευμένα βέλη. Από τα χιλιάδες πτώματα των Περσών δεν βρέθηκε κανένα.

** Η φράση "στον κόρακα" προέρχεται από την αρχαία ελληνική συνήθεια να πετάνε έξω από την πόλη τα πτώματα των αποβρασμάτων της κοινωνίας για να τα φάνε τα κοράκια.

***Κατά την περσική μυθολογία ο Aχριμάν ήταν ο αντίπαλος του καλού, διάβολε! θα λέγαμε σήμερα.

Ο όρκος των Αθηναίων πριν από τη μάχη των Πλαταιών.

«Δεν θα καταισχύνω τα όπλα τα ιερά, και δεν θα εγκαταλείψω τον πλησίον μου ιστάμενον, με οιονδήποτε και αν ταχθώ εις την γραμμήν· θα αμυνθώ δε και υπέρ των ιερών και των οσίων και μόνος και μετά των άλλων· την πατρίδα δε δεν θα παραδώσω μικροτέραν, αλλά μεγαλυτέραν και κραταιοτέραν από όσην ήθελον παραλάβει. Και προθύμως θα υπακούω εις τους εκάστοτε δικάζοντας και θα πολιτεύομαι συμφώνως προς τους καθιερωμένους πολιτικούς θεσμούς και προς όσους άλλους ήθελε τυχόν η κοινή του λαού απόφασις καθιερώσει. Και εις περίπτωσιν καθ' ην ήθελε τις αποπειραθή να καταλύση τους θεσμούς αυτούς ή να αντιδρά προς αυτούς, δεν θα το επιτρέψω, θα αμυνθώ δε υπέρ αυτών και μόνος και μετά των άλλων. Και θα αποδώσω την προσήκουσαν τιμήν εις τα υπό των πατέρων παραδιδόμενα ιερά. Μάρτυρες τούτων έστωσαν η Άγλαυρος, ο Ενυάλιος, ο Ζευς, η Αυξώ, η Θαλλώ και η Ηγεμόνη».

ΛΥΚΟΥΡ Λεωκ 75–82.Ο όρκος των Αθηναίων πριν από τη μάχη των Πλαταιών. Μτφρ. Π. Λεκατσάς. [1939]


9 σχόλια:

Ο νοών...νοείτω είπε...

Καταθέτω τον οβολό μου και στέκομαι σιμά, αναμένοντας την συνέχεια.
Όχι επειδή, όλα πλέον αγοράζονται.
Αλλά ως προσφορά στην ανιδιοτέλεια.
Καλημέρα.

Υπερνεφέλιος είπε...

Γεια σου, με τιμάς με τιμάς με τα σοφά λόγια σου και σε ευχαριστώ, αν και μου κοστίζει τεράστιες ποσότητες ενέργειας και δάκρυα ψυχής, θα προσπαθήσω να γράφω γρηγορότερα.
Νοιώθω υποχρεωμένος απέναντι σε τόσους και τόσο καλούς αναγνώστες. Συγνώμη για την καθυστέρηση.
Νίκος Σάμιος

Ο νοών...νοείτω είπε...

Αγαπητέ, η τιμή όλη δική μου.
Άσε τον χρόνο να σε οδηγήσει.
Δεν ήθελα να σε αγχώσω.
Αντιλαμβάνομαι, τις τεράστιες ποσότητες ενέργειας, και τα δάκρυα ψυχής που καταβάλεις.
Φαίνονται διάχυτα και καθαρά στον λόγο σου.
Αγάντα!

Υπερνεφέλιος είπε...

Αν και σίγουρα οι περισσότεροι αναγνώστες το κατάλαβαν, χρησιμοποίησα τις εκφράσεις
«....έσφιξε στα δόντια του το πείσμα σαν ξινό φρούτο,....» του Γιάννη Ρίτσου λόγω της καταγωγής του από την Λακωνία.
«άκουσε μια γαλήνια μουσική...βλέπει την Μνημοσύνη...».λόγω των ειδικών σχέσεών της Μνημοσύνης με τις Μούσες και κατά επέκταση με την μουσική.
«Ο Λεωνίδας… με σταθερή φωνή του είπε:…» περίπου αυτά ειπώθηκαν και στην μάχη των Πλαταιών.
Νίκος Σάμιος

Ο νοών...νοείτω είπε...

Αξιότμε κύριε Σάμιε καλησπέρα.
Τα εγκάρδια συγχαρητήριά μου για την εργασία σας.
Να είστε πάντα γερός και αστείρευτος.

Υπερνεφέλιος είπε...

Ευχαριστώ για τα καλά λόγια, είναι μεγάλη τιμή. Καθώς προσπαθώ να είμαι Έλληνας, είμαι φίλος των τιμών (φιλότιμος) και θα προσπαθήσω με την επόμενη ανάρτηση (Δημάρατος) να φανώ αντάξιος των τιμών.
Νίκος Σάμιος

Ο νοών...νοείτω είπε...

Αγαπητέ, στην καθημερινή μου προσπάθεια να φανώ και εγώ άξιος Έλληνας, αναγνωρίζω την φιλοτιμία που προέρχεται από την καθαρή Ψυχή.
Ακολουθώ έτσι με βήματα σταθερά όλα τα σημάδια που αφήνουν συν-πολίτες, συν-Έλληνες με νηογνώμωνα την ορθή σκέψη και τον ορθό λόγο.

Υπερνεφέλιος είπε...

...και κάνεις τις αναρτήσεις σου αμερόληπτα όπως και τεκμηριωμένα. Έτσι πρέπει, να είμαστε υπόδειγμα.

Ο νοών...νοείτω είπε...

Σε ευχαριστώ θερμά.
Ιιμή μου ο λόγος σου, και διαχρονική παρακαταθήκη.