Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ορμά έφιππος προς την Ακρόπολη
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος υπήρξε στην αρχή αρματολός και σπουδαίος πολεμιστής και στη συνέχεια κατέστη κορυφαίος στρατηγός της Επανάστασης του 1821. Το επίθετό του είναι μάλλον υποκοριστικό του Καραΐσκος όπου απαντάται ως οικογενειακό επώνυμο στις επαρχίες Βάλτου, Καρπενησίου, Φαρσάλων, Καρδίτσας, Βόνιτσας κ.α. Το δε επώνυμο Καραΐσκος είναι σύνθετο από τη τουρκική λέξη "καρά" και Ίσκος. Πιο συγκεκριμένα το κανονικό του επίθετο όπως και του αρματολού πατέρα του ήταν Ίσκος αλλά λόγω της περήφανης και σκληρής προσωπικότητας που διαμόρφωσε στα δύσκολα και δυστυχισμένα παιδικά του χρόνια, του προσδόθηκε - από όλους - σαν αντάξιο προσωνύμιο μπροστά από το επίθετο του, το λήμα "Καρα" που σημαίνει μεγάλος και φοβερός. Το τελικό του επίθετο Καραϊσκ-άκης διαμορφώθηκε από το γεγονός ότι λόγω της Τουρκικής σκλαβιάς αναγκάστηκε από παιδί να γίνει κλέφτης στα βουνά.
Ο πατέρας του ήταν ο αρματολός Δημήτριος Καραΐσκος και μητέρα του η Ζωή Ντιμισκή ή Διμισκή που καταγόταν από τη Σκουληκαριά της Άρτας. Πολύ νέα η Ζωή παντρεύτηκε κάποιον Γιαννάκη στο Μαυρομάτι αλλά χήρεψε σχεδόν αμέσως και κλείστηκε στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, κοντά στο χωριό του συζύγου της. Στα τέλη του 1779 ο αρματολός Δημήτριος Καραΐσκος βρήκε καταφύγιο στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου και γνωρίστηκε με την καλόγρια πλέον Ζωή. Ο καρπός του έρωτά τους γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα τον Μάιο του 1780 μέσα στη σπηλιά στην οποία είχε κρυφτεί η Ζωή για να αποφύγει την κατακραυγή του κόσμου. Μόλις γέννησε τον γιο της η Ζωή τον εμπιστεύτηκε σε μια οικογένεια σαρακατσάνων τσοπάνηδων και η ίδια, μια και δεν μπορούσε φυσικά να γυρίσει στο μοναστήρι, ζούσε περιπλανώμενη στα γύρω χωριά πουλώντας λιβάνι και εικόνες. Άθλια και κατατρεγμένη, η μητέρα του Καραϊσκάκη πέθανε οκτώ χρόνια μετά τη γέννηση του γιου της.
Μια μέρα, αποσπάσματα Τουρκαλβανών του Αλή Πασά τον έπιασαν και τον έριξαν στις φυλακές. Εκεί άρχισε να μορφώνεται και να μαθαίνει πράγματα που ως τότε δεν ήξερε. Μια μέρα έμαθε για αυτόν ο τύραννος της Ηπείρου, τον αποφυλάκισε και τον πήρε στην υπηρεσία του. Τον πρόσεχε σε κάθε βήμα. Γρήγορα όμως διαπίστωσε πως ήταν έξυπνος, με πρωτοβουλία και του ανέθεσε δύσκολες δουλειές. Εκεί ο Καραϊσκάκης παντρεύτηκε κι απέκτησε την πρώτη κόρη του. Ο ευθύς χαρακτήρας του όμως και η τιμιότητα του τον έκαναν να επαναστατήσει εναντίον της απανθρωπιάς του αφέντη του. Έφυγε λοιπόν στα βουνά και εντάχτηκε στην ομάδα των κλεφτών του Κατσαντώνη. Πολλές φορές βοήθησε τον πρώην αφέντη του, αλλά κι επανειλημμένα βρέθηκε αντιμέτωπος του. Ο πόθος του ήταν το αρματολίκι των Αγράφων.
Στο μεταξύ είχε γίνει μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Παρ όλα αυτά στην πρώτη περίοδο του Αγώνα προσπάθησε να μην έρθει σε ανοιχτή ρήξη με τους Τούρκους. Με διάφορα τεχνάσματα κρατούσε μακριά από την περιοχή του τον τούρκικο στρατό. Γι αυτό το λόγο κατηγορήθηκε και ως προδότης και δικάστηκε. Λίγο αργότερα αποκαταστάθηκε όμως η φήμη του.
Αμέσως μετά την αποκατάστασή του ο Καραϊσκάκης διατάχθηκε από την Κυβέρνηση να εκστρατεύσει στην Ανατολική Στερεά επικεφαλής 300 μισθωτών. Επίσης, χωρίσθηκε και η περιοχή των Αγράφων σε δύο τμήματα και το μεν ανατολικό αποδόθηκε στον Καραϊσκάκη, το δε δυτικό στον Γιαννάκη Ράγκο. Έτσι παρά τα Σάλωνα (Άμφισσα) συγκροτήθηκε το πρώτο ελληνικό στρατόπεδο, ο δε Καραϊσκάκης, που είχε αποκτήσει την γενική εκτίμηση των οπλαρχηγών, εκλέχθηκε από εκείνους "στρατοπεδάρχης απολύτου εξουσίας".Όμως στα τέλη του 1824 και χωρίς σχετική διαταγή της Κυβέρνησης ο Κολοκοτρώνης έλαβε μέρος μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλλα και άλλους Ρουμελιώτες στον 2ο εμφύλιο πόλεμο, κατά των λεγομένων ανταρτών, προχωρώντας ο ίδιος στη λεηλασία των οικιών των Ζαΐμηδων στη Κερπινή των Καλαβρύτων. Αμέσως μετά έσπευσε και συμμετείχε στη μάχη του Κρομμυδίου (περιοχή Μεθώνης). Μετά το τέλος του 2ου εμφυλίου πολέμου ο Κωλέττης ενίσχυσε τον Καραϊσκάκη και μ΄ άλλους πολλούς Στερεοελλαδίτες από τον Μωριά και τη Ρούμελη εφοδιάζοντάς τον με χρήματα, τρόφιμα και πολεμικό υλικό.Στις αρχές του Μαΐου του 1825 ο Καραϊσκάκης επανέρχεται στην Στερεά και κατά τα μέσα του καλοκαιριού βρίσκεται σε πλήρη δράση διορισμένος γενικός αρχηγός όλων των εκτός Μεσολογγίου ελληνικών στρατευμάτων, κατά τον ίδιο χρόνο που αυτό πολιορκείτο από τον Κιουταχή και έπειτα από τον Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου. Τότε ο Καραϊσκάκης μαζί με τον Τζαβέλλα καταστρώνουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης από ξηράς όλων των πολιορκούντων το Μεσολόγγι Τούρκων, σε συνεννόηση με τους πολιορκημένους. Το περίφημο εκείνο σχέδιο άρχισε να εκτελείται τμηματικά από τις 21 μέχρι 25 Ιουλίου 1825 χωρίς να ολοκληρωθεί, πλην όμως επέφερε διακοπή της πολιορκίας, οι απώλειες των Τούρκων υπήρξαν σοβαρότατες, το δε ηθικό των πολιορκημένων αναπτερώθηκε. Στη συνέχεια ο Καραϊσκάκης με 3.000 άνδρες σπεύδει στα Άγραφα όπου εκεί αποδεκάτισε πολλούς Τούρκους καθώς και τουρκίζοντες χριστιανούς. Από εκεί προχώρησε στη περιοχή Βάλτου και μέσω των τουρκικών οχυρωμάτων διήλθε την "Λάσπη του Καρβασαρά" όπου έδωσε νικηφόρα μάχη (1 Νοεμβρίου 1825) και τελικά στρατοπέδευσε στο Δραγαμέστο (σημ. Αστακός).
Την νύκτα 10-11 Απριλίου 1826 όταν το προπύργιο της επανάστασης, η πόλη των "ελεύθερων πολιορκημένων" έπεσε, ο Καραϊσκάκης βρισκόταν ασθενής στον Πλάτανο της Ναυπακτίας, όμως έστειλε στη "Γέφυρα της Βαρνάκοβας" παρατηρητές να δουν πόσοι και ποιοί σώθηκαν από την ηρωική εκείνη φρουρά του Μεσολογγίου. Παρότι ο Πλάτανος ήταν έρημος και ο ίδιος ασθενής σε στρώμα, ετοίμασε ψωμί και σφακτά που μοίρασε πλουσιοπάροχα στα "πειναλέα εκείνα λείψανα του Μεσολογγίου".
Στις 17 Ιουνίου ο Καραϊσκάκης μαζί με πολλούς από εκείνους του μαχητές φθάνει στο Ναύπλιο, καθόσον η Επανάσταση ήδη στη Δυτική Στερεά είχε σβήσει και στην Ανατολική μόνο η Ακρόπολη των Αθηνών, η Κάζα και τα Δερβενοχώρια κατέχονταν από τους Έλληνες. Τότε, αν και βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο της φυματίωσης, υπό την θεραπεία του Ελβετού γιατρού Baily, κατά μήνα Ιούλιο πρότεινε στην εδρεύουσα "Διοικητική Επιτροπή" να αναλάβει ο ίδιος τον αγώνα στην Στερεά. Είχε όμως προσκληθεί και από τον Κριεζώτη και από τον Βάσσο που δρούσαν ήδη στην Αττική και στην Ελευσίνα. Ο Α. Ζαΐμης, πρόεδρος της νεοπαγούς Διοικητικής Επιτροπής, θεώρησε τον "Γιο της Καλογριάς" ως τον αξιότερο στρατιωτικό για την γενική αρχιστρατηγία και τον αναγνώρισε ως αρχιστράτηγο, παρότι είχε παλαιότερα κατατρεχθεί από εκείνον και είχε υποστεί λεηλασία της οικίας του.
Στις 19 Ιουλίου 1826 ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 680 περίπου ανδρών ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Στερεά στην οποία είχε εισβάλει ο Ομέρ Πασάς (της Καρύστου) και ο Κιουταχής (από Θήβα). Πολύ σύντομα ο Κιουταχής, ένεκα της στρατιωτικής δεινότητας του Καραϊσκάκη, βρέθηκε από πολιορκών σε θέση πολιορκούμενου. Με υπόδειξη του Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στην Ελευσίνα γενικό ελληνικό στρατόπεδο.
Στις 5-7 Αυγούστου του ίδιου έτους επήλθε η πρώτη αψιμαχία στο Χαϊδάρι της οποίας ακολούθησαν κι άλλες, φοβούμενος ο Κιουταχής την κατά μέτωπο επίθεση από τα κυκλοτερή πάντα σχέδια του Καραϊσκάκη. Στις αψιμαχίες εκείνες ο Καραϊσκάκης και ο Φαβιέρος διαφώνησαν περί της τακτικής του πολέμου. Όταν όμως ο Κιουταχής κατέλαβε την κάτω πόλη των Αθηνών ο Καραϊσκάκης ενίσχυσε την φρουρά της Ακρόπολης με περιορισμένο σώμα υπό τον Κριεζώτη που κατάφερε και εισήλθε στις 10 Οκτωβρίου 1826. Τον ίδιο μήνα και 15 μέρες μετά (25 Οκτωβρίου) ο Καραϊσκάκης εκστράτευσε στη Βοιωτία, στη Φθιώτιδα και στη Φωκίδα, απ' όπου και απέκοψε τις τουρκικές εφοδιοπομπές, ολοκληρώνοντας τον αποκλεισμό ανεφοδιασμού των Τούρκων.
Όταν ο Αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε μετά την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι, στα υψώματα του οποίου έχτισε "ταμπούρια" (μικρές οχυρώσεις) όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοπονήσιοι υπό τον γενναίο στρατηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς φθάνουν σε επικουρία του Αρχιστρατήγου.
Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν οι διορισμένοι από την Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), "στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων", Κόχραν μαζί με τον Τσωρτς, "διευθυντή χερσαίων δυνάμεων" προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία περιήλθε σε έριδες τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση. Οι διορισμοί των ξένων εκείνων προσώπων υπήρξαν αναμφίβολα το μοιραίο σφάλμα που ανέτρεψε την βεβαία έκβαση του Αγώνα. Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές δυνατότητες της περιοχής επιζητώντας την έξοδο σε κατά μέτωπο επίθεση σε πεδιάδα, επειδή ακριβώς, δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέμου που επιχειρούσαν μέχρι τότε οι Έλληνες. Έτσι η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη.
Τούτο οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Τούτο αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις αψιμαχίες άσκοπους και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους "κυνηγά το βόλι". Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη "να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα". Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την εμπύρετο κατάσταση που βρισκόταν αποφασίζει να ανακόψει ακροβολισμούς των Τούρκων.
Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συμφωνήσει κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακουστήκαν πυροβολισμοί από ένα Κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του, γρήγορα κατάλαβαν ότι θα κατέληγε.
Τότε αντελήφθη το επερχόμενο τέλος του και ζήτησε να του παρουσιαστούν μπροστά του οι οπλαρχηγοί του, από τους οποίους ζήτησε να σκύψουν για να τους αποχαιρετήσει με τον δικό του ύστατο ασπασμό.
Εκείνοι προσπάθησαν να τον ενθαρρύνουν λέγοντάς του ότι απατάται αλλά εκείνος τους απάντησε ότι ξέρει από πληγές, ότι αυτή δεν είναι όπως οι προηγούμενες. Στη συνέχεια υπαγόρευσε τη διαθήκη του και ζήτησε από τους πολεμιστές να κρατήσουν τα ταμπούρια τους για να μην τους πνίξουν οι Τούρκοι.
Μετά από λίγο τον μετέφεραν στο πλοίο του Τσούρτς αλλά τα μεσάνυχτα οι πόνοι αυξήθηκαν όπως και ο πυρετός γιατί προφανώς είχε δημιουργηθεί περιτονίτιδα .
Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σωρός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο.
Ο θάνατος του Καραϊσκάκη, ξυλογραφία
Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη "κάθισε σταυροπόδι" και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.
Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη ανέλαβαν ο Κόχραν με τον Τσώρτς την διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σημερινή περιοχή Φλοίσβου (Φαλήρου) όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες μέχρι που τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η ανακατάληψη της και η διάλυση και του στρατοπέδου του Κερατσινίου.
Ο Καραϊσκάκης υπήρξε ένας επαναστάτης ως χαρακτήρας.
Συνδύαζε το αρχαίο ηρωικό-πολεμικό πρότυπο με την ανθρώπινη απλότητα.
Ήταν αυθεντικός. Αγράμματος αλλά ψυχικά μορφωμένος.
Είχε ψυχή, Ελληνική ψυχή.
Υπήρξε αδικημένος,
"...Γνωστὰ ὅσα ἔπαθεν ἀπὸ τὸν Μαυροκορδάτον, εἰς ὅν δὲν ὑπετάσσετο, ὡς καὶ οἱ Γεώργιος Βαρνακιώτης καὶ Γῶγος Μπακόλας. Τὸν ἐσυκοφάντησεν ὡς φιλότουρκον, τὸν εἰσήγαγεν εἰς δίκην, καὶ τὸν κατεδίκασε, συγκεντρώσας τὰς ψήφους εἰκοσάδος ὁπλαρχηγῶν..."
"... Ο Καραϊσκάκης, νοσταλγώντας τη Ρούμελη και τα Άγραφα, επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι και ζήτησε επίμονα να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων, αλλά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε, θεωρώντας τον εαυτόν του ικανό και άξιο στρατηγό αλλά και από αντιζηλία για τις ικανότητες τουΚαραϊσκάκη. Οι Τζαβελαίοι αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί ήταν υπέρ του, ενώ εναντίον του ήταν μόνο ο Μαυροκορδάτος που ηθελημένα παραγνώριζε τον ήρωα προκειμένου να υποστηρίζει τον περί αυτόν Γιαννάκη Ράγκο. Συνέβησαν τότε και κάποιες συμπλοκές μεταξύ οπαδών του Καραϊσκάκη και Μεσολογγιτών όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικό και αιφνίδια το Βασιλάδι, τα οποία και αργότερα περιήλθαν στην υπό του Μαυροκορδάτου διοίκηση του Μεσολογγίου.
Τότε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη μετά ομολογίας του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, που είχε μεταβεί στα Γιάννενα ότι: "ο γιος της Καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό". Έτσι διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την "αποκάλυψη προδοσίας".
Στις 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε η παραπάνω επιτροπή και στις 2 Απριλίου 1824 (σε 3 μέρες) εκδόθηκε προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη με τον τίτλο «Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος». Κατά την προκήρυξη που ήταν πράξη διοικητική και όχι δικαστική η εν λόγω επιτροπή έκρινε τον Καραϊσκάκη ένοχο «εσχάτης προδοσίας» άνευ δίκης. Παρόλα αυτά είναι αμφίβολο αν η απόφαση εκείνη της επιτροπής δημοσιεύθηκε ποτέ. Πάντως ο ήρωας στερήθηκε όλων των βαθμών και των αξιωμάτων του και διατάχθηκε να αναχωρήσει από το Αιτωλικό. Οι δε πολίτες διατάχθηκαν να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τον «εχθρό της πατρίδας», τον Καραϊσκάκη, εφόσον αυτός «δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν», θεωρώντας ότι το έλεος των Ελλήνων το εκπροσωπούσε ο Μαυροκορδάτος. Ανάλογη απόφαση ούτε κατά των Τούρκων δεν είχε προηγουμένως εκδοθεί. Έτσι στις 3 Μαΐου 1824 (ανήμερα της έκδοσης της προκήρυξης) ο Καραϊσκάκης μετά πολλών οπαδών του αναχώρησε από το Αιτωλικό και επιχειρώντας ανεπιτυχώς να καταλάβει τα Άγραφα μετέβη στο Καρπενήσι. Στις 27 Μαΐου του ίδιου έτους ζήτησε εγγράφως συγνώμη από τον Α. Μαυροκορδάτο που όμως δεν εισακούσθηκε. Τελικά στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του..."
Πολλά έχουν γραφτεί για τον θάνατο του. Ήταν τυχαίο γεγονός ο τραυματισμός του ή δολοφονική απόπειρα;
"...Ο Κύπριος, Ιωάννης Σταυριανός (συμπολεμιστής του Καραϊσκάκη στην αποφράδα μάχη που πληγώθηκε θανάσιμα ο ήρωας), γράφει ότι συνάντησε έναν ιερέα που του εμπιστεύτηκε πως εξομολόγησε τον ...Έλληνα (παράλυτο στα τελευταία του πια) που πληρώθηκε με 70... για να πυροβολήσει τον Καραϊσκάκη και καταλήγει:
Ο Δημήτριος Ανιάν, γραμματέας του Καραϊσκάκη που έγραψε την αυτοβιογραφία του το 1833, αναφέρει απλά τον τραυματισμό του αρχιστράτηγου και ότι ο Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύτηκε στους Χατζηπέτρο και Γρίβα ότι «επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον».
Ασθενικός αλλά και με αίσθηση του αστείου,
"... Στο μοναστήρι του Προυσού πεσμένος στο κρεβάτι απ' τη φυματίωση κατά το 1823 ο Καραϊσκάκης παροτρύνθηκε από κάποιο καλόγερο να τάξει στην Προυσιώτισσα ένα δώρο για να γίνει καλά.
Τι να δώσω ορέ!... Δεν έχω τίποτε άλλο απ' το μουλάρι μου και το τάζω, είπε χαμογελώντας πικραμένα. Αφού βελτιώθηκε κάπως η υγεία του και του έπεσε ο πυρετός έδεσε το μουλάρι απ' την πόρτα της εκκλησίας χάρισμα στην Παναγία κι είπε το αστείο,
Που νά' ξερα εγώ Παναγιά μ' πως ήθελες του μλάρι μ' για να με γιάν'ς τόσο καιρό»..."
και αθυρόστομος,
Λέγεται ότι χτυπήθηκε απο φιλικό χέρι (χωρίς ποτέ να διευκρινιστεί) ότι είδε ποιος τον βάρεσε και τα τελευταία του λόγια του αθυρόστομου Καραϊσκάκη ήταν,
"...αν γίνω καλά θα τον χαλάσω εγώ αυτόν που με βάρεσε εάν ψοφήσω κλάστε μου τον ******* .. Τι κέρδισε;»."
Ανέκδοτα,
Ο Καραϊσκάκης μπροστά στο νεκρό Μάρκο Μπότσαρη, στη Μονή του Προυσσού, είπε προφητικά,
"Άμποτε, ήρωα Μάρκο, κι εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω"
Έξω από το Άργος, με τον Γάλλο αξιωματικό Ρώς που ήθελε να φέρει στην Έλλαδα τον Δούκα του Νεμούρ ως Βασιλέα. Ο Γάλλος ζήτησε έναν διερμηνέα για να συζητήσει με τον Καραϊσκάκη για την επιβίωση της κυβερνήσεως. Του απήντησε ο Στρατηγός,
"Δεν είναι δουλειά των στρατιωτικών να καταγίνονται με ζητήματα πολιτικά. Πρέπει να εκτελούν ότι τους διατάσσουν"
Ο Καραϊσκάκης ήταν άρρωστος κι ήθελε να κλείσει μια προσωρινή ειρήνη με τους Τούρκους ως που να γίνει καλά. Ο Στουρνάρης είχε μερικές αντιρρήσεις. Και του λέει ο οπλαρχηγός,
"Ωχ, αδελφέ Στουρνάρη, φωνάζεις ωσάν να διαπραγματεύεται η Ρωσία με την Τουρκία. Κλείω ειρήνην τώρα. Δε με άρεσεν μεθαυριον, την χάζω κι εγώ κι εσύ και όλοι μας"
Η αγάπη του για την Πατρίδα παραδειγματική,
"... για να μη δημιουργηθούν περιπλοκές που και ο ίδιος ο Καραϊσκάκης τις απέτρεψε, μέσα στη μεγαλοψυχία του και την πίστη του στο καλό της πατρίδας και τη διασφάλιση της ενότητας και της ομόνοιας, πεθαίνοντας χωρίς να κατονομάσει τον άνθρωπο που είδε να τον πυροβολεί και σε προέκταση εκείνον που τον εξουσιοδότησε γι' αυτό..."
"... Προτιμώ και αυτής της οικίας μου την παντελή καταστροφήν, δια να μη παραιτήσω εις αυτάς τας κρισίμους περιστάσεις την υπηρεσίαν του τόπου μου, υπέρ του οποίου θέλω θυσιάσει το ολίγον αίμα μου..."
Επίσημη αναφορά του Καραϊσκάκη στην Διοίκηση, μετά το θάνατο της γυναίκας του, που δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα
"... Στρατηγέ και αδελφέ! ημείς ηνώθημεν και η ένωσις μας θα είναι παντοτινή. Πρέπει όμως να δείξομεν εις τους Έλληνας και εις τους ξένους, ότι ο σκοπός της ενώσεως μας είναι το κοινόν της Πατρίδος ώφελος..."
Γράμμα προς Κολοκοτρώνη
12/8/1826
πηγές:
[1] Βικιπαίδεια, Γ. Καραϊσκάκης
[2] Το Βήμα - Ιστορία
[3] evritania.gr - Ο γιός της καλογριάς
[4] e-Karditsa - Γ. Καραϊσκάκης
[5] Μυριόβιβλος -Κ. Ράδος "Ἑκατονταετηρὶς τοῦ στρατάρχου Γεωργίου Καραΐσκάκη 1827-1927"
[6] Ομιλία στη Βουλή του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου για τον Γ. Καραϊσκάκη
[7] Βρίζοντας και πολεμώντας (Γ. Καραϊσκάκης) - Η σκόνη της ιστορίας, Αρβανίτης (μπράβο!)
[8] Αφιέρωμα στον Γ. Καραϊσκάκη - Kyklodiwkton, ApeiroVlhto...(πάρα πολύ καλή δουλειά!!)
[9] Δημήτρης Νικολακόπουλος-Γιαννίδης - "Βαράει Καραϊσκάκης"
"Ο Θάνατος του Καραϊσκάκη, Συμπτωματικό γεγονός ή οργανωμένη δολοφονία;" του Δημήτρη Σταμέλου
http://anthoulaki.blogspot.com/2009/01/blog-post_8624.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου