Τρίτη 11 Απριλίου 2023

Η δάφνη κατεμαράνθη λέει ο Διονύσιος Σολωμός, όχι η δάφνη δεν κατεμαράνθη απαντάει ο Κυρ Μέντιος!

 Ναι! Αλίμονον! η δάφνη κατεμαράνθη! Έρχεται ο ξένος και βρίσκει ακόμη ζωντανά πολλά συνήθεια της Ιλιάδος· ακόμη οι γυναίκες λέγουν τα μοιρολόγια...

Διονύσιος Σολωμός: Διάλογος

«Άιντε θύμα άιντε ψώνιο άιντε σύμβολο αιώνιο αν ξυπνήσεις μονομιάς θα ‘ρθει ανάποδα ο ντουνιάς» λέει ο Βάρναλης («Μπαλάντα του Κυρ-Μέντιου»).

 Ο Γιώργης

Στην τσιμεντόστρωση του κεντρικού δρόμου του χωριού, ακολούθησε η απαγόρευση διέλευσης των ζώων...
Ο Γιώργης ο χειροδύναμος συγχωριανός δεν το είχε πληροφορηθεί, και επιστρέφοντας από το χωράφι με το γαϊδουράκι του πήγε να περάσει..

Τον βλέπει όμως ο χωροφύλακας και του λέει:
- Απαγορεύονται τα ζώα στον τσιμεντόδρομο.
- Εγώ επιτρέπεται; ρώτησε ο Γιώργης...
- Βεβαίως..
Χωρίς να το πολυσκεφτεί ο νομοταγής Γιώργης, παίρνει τον γάιδαρο στην πλάτη μονολογώντας:
«αντεστράφησαν οι όροι».

 


Αυτός που βλέπουμε με ενα κλικ στο βίντεο μετά το 6.45 (ΠΕΡΗΦΑΝΗ ΡΑΤΣΑ) είναι ο Άβελ Σεστάκ και είναι αληθινή σκηνή απ' τον καπετάν Μιχάλη.

 Ακολουθούν ιστορίες για να “γνωρίσετε καλύτερα” τον Άβελ Σεστάκ, αλλά ξεκινάμε με την πιο γνωστή.

Ηθοποιός στον Ζορμπά:

 Οι Ηρακλειώτες που θυμούνται τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60, έζησαν τον παλαιστή Άβελ Σεστάκ αλλά και τον ηθοποιό Άβελ Σεστάκ. Και μιλάνε με συγκίνηση όσοι είδαν τη σκηνή με τον γάιδαρο στις πλάτες του για τις ανάγκες του “Ζορμπά”. Έναν τεράστιο γάιδαρο (διασταύρωση με μουλάρι) που σήκωσε σαν πούπουλο ο Άβελ μπροστά στο άγαλμα των Λιονταριών, στο κέντρο του Ηρακλείου. Όλα αυτά σε μια εκπληκτική ταινία που πρωταγωνίστησε ο θρυλικός Άντονι Κουίν. Αναλυτικά η ταινία “Αλέξης Ζορμπάς” (Zorba the Greek) είναι βρετανο-ελληνική παραγωγή του 1964, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη με τους Άντονι Κουίν, Άλαν Μπέιτς, Ειρήνη Παππά και Σωτήρη Μουστάκα. Είναι βασισμένη στο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη “Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά”.

Η ταινία απέσπασε τρία βραβεία Όσκαρ το 1964, με σημαντικότερο το Όσκαρ β’ γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της Λίλα Κέντροβα, στο ρόλο της Μαντάμ Ορντάνς. Τη μουσική της ταινίας την οποία έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης έγινε παγκοσμίως γνωστή ως Συρτάκι. Οι σκηνές της ταινίας γυρίστηκαν στην Κρήτη.

Οι ξεχωριστοί αντίπαλοι: 

Πραγματικά αξέχαστες έμειναν οι μονομαχίες του Άβελ με τον Λαμπράκη, τον Παπαλαζάρου, τον Πρίμο Καρνέρα, τον Ζιγκουλίνωφ που χρησιμοποιούσε άσχημο τρόπο στην πάλη, τον Ινδό μασκοφόρο, τον Καρπόζηλο αλλά και τον νεότερο Γιώργο Τρομάρα που κάνει ακόμα και σήμερα επιδείξεις.

Ήθελε να πολεμήσει για την Ελλάδα:

 Στην επιστράτευση του 1974, ο Άβελ παρουσιάστηκε εθελοντικά και ζήτησε να καταταχθεί στον ελληνικό στρατό για να εισπράξει όμως την άρνηση των αρμοδίων. Είχε πάρει και την κρητική λεβεντιά ψυχής… 

Το άδοξο φινάλε:

 Με τη χούντα οι αγώνες κατς σταμάτησαν. Ο Άβελ έζησε ήσυχα στην Κρήτη τα επόμενα χρόνια και την Κυριακή στις 15 Ιανουαρίου 1995 η καρδιά του σταμάτησε να χτυπάει και το γεγονός σκόρπισε θλίψη σε ολόκληρο το Ηράκλειο, ενώ έγινε είδηση στην Αργεντινή αλλά και τη Γαλλία!

Το βιογραφικό

Μας έλεγαν οι παλιοί για αγώνες κατς και για μοναδικό θέαμα στο μεταπολεμικό Ηράκλειο. Αλλά σε αυτές τις συζητήσεις ένα ήταν το όνομα που έμπαινε στο επίκεντρο: Ο Άβελ Σεστάκ! Ο αγαπητός σε όλους Άβελ. Γεννημένος στην Αργεντινή, ένας γίγαντας με χρυσή καρδιά! Γάλλοι μετανάστες βρέθηκαν στο μακρινό Carlos Cazares, και στις 25 Αυγούστου του 1918 ο “ήρωας” στις σημερινές “Αθλητικές Ιστορίες” είδε για πρώτη φορά το φως του κόσμου. Η δύναμή του ήταν απίστευτη και με μιαγαλαζοκίτρινη πυγμαχική ρόμπα, δώρο των φίλων του, δεν άργησε να μπει στα ριγκ σαν πυγμάχος. Στις ΗΠΑ διέπρεψε και όσοι τον είδαν λένε πως ήταν ανώτερος του Μοχάμεντ Άλι (Κλάσιους Κλέι) που εμφανίστηκε δυο δεκαετίες αργότερα.

Λέγεται ότι σήκωνε 180 κιλά με το ένα χέρι, ότι σταμάτησε κάποτε οκτώ αφηνιασμένα άλογα με ένα χτύπημα στο επικεφαλής, ότι έδωσε πέντε αγώνες σε 20 ημέρες και τους κέρδισε όλους με νοκ – άουτ, ότι του πρότειναν να γίνει Μίστερ Άφρικα αλλά αυτός φυσικά και αρνήθηκε, όπως επίσης ότι του έδιναν 5.000 δολάρια για έναν αγώνα με ταύρο. Αυτό όμως που κάνει περήφανη την οικογένειά του είναι πως βοηθούσε όποιο φίλο είχε ανάγκη και στεκόταν δίπλα σε όσους βρισκόταν σε δύσκολη θέση.

Η γνωριμία του με μια κρητικοπούλα, την Κατερίνα, έφερε τον Άβελ στο Ηράκλειο της Κρήτης.

Και από τη δεκαετία του ’60 και μετά, οι πιτσιρικάδες παρακαλούσαν τους γονείς τους ή έκαναν μόνοι τους αναρριχήσεις στα τείχη Όασης και του Μαρτινέγκο για να απολαύσουν το μοναδικό θέαμα. Τον υπεράνθρωπο Άβελ Σεστάκ που κατατρόπωνε τους πάντες στο κατς πλέον με μόνιμο σχεδόν διαιτητή τον Κώστα Ρουμελιώτη (μελλοντικό πρόεδρο του Σ.Φ.ΑΕΚ Ηρακλείου) και καταστηματάρχη στη Λεωφόρο Καλοκαιρινού.

Ο Σαλή Χελιδονάκης


 δεν γνώρισε την Ορτάνς στα Χανιά, σίγουρα θα άκουσε να μιλάνε γι αυτήν.  Ο Σαλή, ο μαύρος βαρκάρης των Χανίων, ήταν απόγονος μαύρων εργατών, γνωστών ως «χαλικούτηδων», από την εποχή της Αιγυπτιοκρατίας στην Κρήτη (1830-1840). Το «χαλικούτης» προέρχεται από το αφρικανικό «Χαλ Ιλ Κούτι», δηλαδή «άφησε κάτω το κιβώτιο», φράση συνηθισμένη ανάμεσα στους αφρικανούς αχθοφόρους. Υπάρχει και η άποψη πως δεν ήταν «χαλικούτης» αλλά  απόγονος μαύρων δούλων που είχαν φέρει οι Άραβες δουλέμποροι στο νησί.  Σήμερα θα τους λέγαμε οικονομικούς μετανάστες. Ο Σαλή δε θέλησε να εγκαταλείψει τα Χανιά κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922. Έγινε γνωστός στην χανιώτικη κοινωνία από το επάγγελμα του βαρκάρη και τη μεταφορά επιβατών και αποσκευών από τα πλοία της γραμμής στην αποβάθρα. Κυρίως έγινε γνωστός  για την εργατικότητα, την εγκαρδιότητα και την καλοψυχία του, το χαμόγελό του, την γενναιοδωρία του και την αλληλεγγύη που έδειχνε, φτωχός ό ίδιος, στους  φτωχούς και ανήμπορους. Λέγεται πως κάποτε που κέρδισε τον πρώτο λαχνό του λαχείου  προίκισε 2 ορφανές κοπέλες.
 
Πέθανε στις 29 Φεβρουαρίου 1967. 

Μανώλης Μ.  ή Μανώλας

Στους αγώνες πάλης του Άβελ σύχναζε ενίοτε και ο Μανώλης,  πιο γνωστός, λόγω του σωματικού όγκου, της μεγάλης δύναμης και της βροντερής  φωνής ως Μανώλας. Ο Μανώλης Μ.  ή Μανώλας,  καταγόταν από την Κίσσαμο Χανίων και κάποιο ατυχές γεγονός, όπως λέγανε, τον ανάγκασε να φύγει  και να έρθει στο Ηράκλειο  κάνοντας τον αχθοφόρο.
 
Περνοδιάβαινε την Πλατιά Στράτα, τον μεγάλο τότε εμπορικό δρόμο του Ηρακλείου,  κουβαλούσε με το καρότσι του εμπορεύματα, μετέφερε δέματα στα πρακτορεία και ξεκουραζόταν καθισμένος στο καρότσι στην πλατεία Κορνάρου. Ο εμβληματικός αυτός  βιοπαλαιστής ήταν φανατικός κινηματογραφόφιλος, σύχναζε στη «μικρή βουλή» (εστιατόριο Κνωσός), μάζευε χρήματα και ταξίδευε (όπως λέγανε) στο εξωτερικό και ήταν αιμοδότης. Κάποτε εκνευρίστηκε  όταν  αχθοφόρος του Πειραιά δεν γνώριζε ποιος ήταν ο πρόεδρος του σωματείου του, δείχνοντας έτσι πως  είχε συνείδηση εργάτη.
 
 Έφυγε στα τέλη της δεκαετίας του ΄80, ήσυχα όπως έζησε και 

πήγε στον δικό του Παράδεισο.

*                                      *                                      *
Σε εκείνο τον Παράδεισο που δεν γίνονται διακρίσεις σε θρησκείες, σε οικονομικούς μετανάστες, σε πρόσφυγες, σε μαύρους και σε λευκούς, σε πόρνες και σε νοικοκυρές. Στον Παράδεισο των βιοπαλαιστών, των αμαρτωλών αγίων, των φτωχών διαβόλων, των πλανόδιων και πλανόβιων του κόσμου. Εκεί βρήκε ο Μανώλας τον  Σαλή, την Ορτάνς και τον Άβελ να συζητάνε και να μιλάνε για τη ζωή τους.
 
Ο Άβελ  εξιστορούσε  την πορεία του ως πυγμάχου  στην Αμερική.  «Λέγανε πως ήμουνα πολύ δυνατός ... πάλεψα και δεν με νίκησε κανένας… όμως πιο δυνατός κι από εμένα υπήρξε ο έρωτας που με πήρε από την Αμερική και με έφερε στη Κρήτηέπαιξα και σε μια ταινία που με ήθελαν για τη δύναμή μου…».
 
«Την είδα»,  είπε  ο  Μανώλας  με την βροντερή φωνή του.  «Ξέρεις πως μου άρεσε ο κινηματογράφος… ταξίδευα βλέποντας τις ταινίες … ζούσα μια άλλη ζωή μέσα στην σκοτεινή αίθουσα…».  
 
Ο Σαλή, με το γλυκό του χαμόγελο, εξηγούσε γιατί δεν θέλησε να φύγει από τα Χανιά το 1922 με την ανταλλαγή των πληθυσμών. «Αισθανόμουν  τα  Χανιά ως  πατρίδα μου… εξάλλου όπου και να πήγαινα βαρκάρης θα ήμουνα… ας μείνω λοιπόν εδώ, είπα, με ανθρώπους που αγαπάω και με αγαπούν….».
 
Η μαντάμ Ορτάνς καλοχτενισμένη και στολισμένη,  κοίταξε τον Σαλή και χαμογέλασε.
 
«Τα Χανιά λοιπόν…»,  είπε πολύ σιγά.
Δεν είπε τίποτα άλλο. Κοίταξε κάπου μακριά σα να περίμενε κάτι. Περίμενε τον Ιταλό Ναύαρχο Κανεβάρο. Όλοι  ήξεραν πως αν και γνώρισε πολλούς άντρες, αυτός παρέμεινε ο μεγάλος έρωτας της ζωής της.   Η Ελλάδα του ξένιου Διός.


Ολόκληρο το σπάνιο φωτογραφικό υλικό
 

ΠΗΓΗ 1

ΠΗΓΗ 2


Δεν υπάρχουν σχόλια: