ΚΕΙΜΕΝΟ/ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
δῦν᾿ Ἄϊδος κυνέην, μή μιν ἴδοι ὄβριμος Ἄρης.
ὡς δὲ ἴδε βροτολοιγὸς Ἄρης Διομήδεα δῖον,
ἤτοι ὃ μὲν Περίφαντα πελώριον αὐτόθ᾿ ἔασε
κεῖσθαι ὅθι πρῶτον κτείνων ἐξαίνυτο θυμόν,
αὐτὰρ ὃ βῆ ῥ᾿ ἰθὺς Διομήδεος ἱπποδάμοιο.
οἳ δ᾿ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾿ ἀλλήλοισιν ἰόντες,
πρόσθεν Ἄρης ὠρέξαθ᾿ ὑπὲρ ζυγὸν ἡνία θ᾿ ἵππων
ἔγχεϊ χαλκείῳ μεμαὼς ἀπὸ θυμὸν ἑλέσθαι:
καὶ τό γε χειρὶ λαβοῦσα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη
ὦσεν ὑπὲκ δίφροιο ἐτώσιον ἀϊχθῆναι.
δεύτερος αὖθ᾿ ὡρμᾶτο βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης
ἔγχεϊ χαλκείῳ: ἐπέρεισε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη
νείατον ἐς κενεῶνα ὅθι ζωννύσκετο μίτρῃ:
τῇ ῥά μιν οὖτα τυχών, διὰ δὲ χρόα καλὸν ἔδαψεν,
ἐκ δὲ δόρυ σπάσεν αὖτις: ὃ δ᾿ ἔβραχε χάλκεος Ἄρης
ὅσσόν τ᾿ ἐννεάχιλοι ἐπίαχον ἢ δεκάχιλοι
ἀνέρες ἐν πολέμῳ ἔριδα ξυνάγοντες Ἄρηος.
τοὺς δ᾿ ἄρ᾿ ὑπὸ τρόμος εἷλεν Ἀχαιούς τε Τρῶάς τε
δείσαντας: τόσον ἔβραχ᾿ Ἄρης ἆτος πολέμοιο.
οἵη δ᾿ ἐκ νεφέων ἐρεβεννὴ φαίνεται ἀὴρ
καύματος ἐξ ἀνέμοιο δυσαέος ὀρνυμένοιο,
τοῖος Τυδεί̈δῃ Διομήδεϊ χάλκεος Ἄρης
φαίνεθ᾿ ὁμοῦ νεφέεσσιν ἰὼν εἰς οὐρανὸν εὐρύν.
καρπαλίμως δ᾿ ἵκανε θεῶν ἕδος αἰπὺν Ὄλυμπον,
πὰρ δὲ Διὶ Κρονίωνι καθέζετο θυμὸν ἀχεύων,
δεῖξεν δ᾿ ἄμβροτον αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς,
καί ῥ᾿ ὀλοφυρόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
Ζεῦ πάτερ οὐ νεμεσίζῃ ὁρῶν τάδε καρτερὰ ἔργα;
αἰεί τοι ῥίγιστα θεοὶ τετληότες εἰμὲν
ἀλλήλων ἰότητι, χάριν ἄνδρεσσι φέροντες.
σοὶ πάντες μαχόμεσθα: σὺ γὰρ τέκες ἄφρονα κούρην
οὐλομένην, ᾗ τ᾿ αἰὲν ἀήσυλα ἔργα μέμηλεν.
ἄλλοι μὲν γὰρ πάντες ὅσοι θεοί εἰσ᾿ ἐν Ὀλύμπῳ
σοί τ᾿ ἐπιπείθονται καὶ δεδμήμεσθα ἕκαστος:
ταύτην δ᾿ οὔτ᾿ ἔπεϊ προτιβάλλεαι οὔτέ τι ἔργῳ,
ἀλλ᾿ ἀνιεῖς, ἐπεὶ αὐτὸς ἐγείναο παῖδ᾿ ἀί̈δηλον:
ἣ νῦν Τυδέος υἱὸν ὑπερφίαλον Διομήδεα
μαργαίνειν ἀνέηκεν ἐπ᾿ ἀθανάτοισι θεοῖσι.
Κύπριδα μὲν πρῶτον σχεδὸν οὔτασε χεῖρ᾿ ἐπὶ καρπῷ,
αὐτὰρ ἔπειτ᾿ αὐτῷ μοι ἐπέσσυτο δαίμονι ἶσος:
ἀλλά μ᾿ ὑπήνεικαν ταχέες πόδες: ἦ τέ κε δηρὸν
αὐτοῦ πήματ᾿ ἔπασχον ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν,
ἤ κε ζὼς ἀμενηνὸς ἔα χαλκοῖο τυπῇσι.
τὸν δ᾿ ἄρ᾿ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς.
μή τί μοι ἀλλοπρόσαλλε παρεζόμενος μινύριζε.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
του Άδη η Αθηνά το κράνος φόρεσε, να μην τη νιώσει εκείνος.
Κι ο Άρης ο ανήλεος σαν αντίκρισε το θείο Διομήδη ομπρός του,
μεμιάς αφήνει το θεόρατο Περίφα ξαπλωμένο,
εκεί που απ᾿ την αρχή τον σκότωσε και τη ζωή του επήρε,
κι αυτός γραμμή στον αλογόχαρο Διομήδη πέφτει απάνω.
Κι όπως τρεχάτοι κοντοζύγωσαν ο ένας του άλλου χιμώντας,
πιο πάνω από ζυγό και νιόλουρα του ρίχνει πρώτος ο Άρης
με χάλκινο κοντάρι, θέλοντας να πάρει τη ζωή του.
Μα πρόλαβε η Αθηνά η γλαυκόματη και με το χέρι πέρα
του το 'σπρωξε, μακριά απ᾿ τ᾿ αμάξι τους, να φύγει στα χαμένα.
Δεύτερος χύθηκε ο βροντόφωνος απάνω του Διομήδης,
και το κοντάρι του το χάλκινο σπρώχνει η Αθηνά Παλλάδα
στο κατωκοίλι του Άρη, όπου 'δενε τρογύρα του το ζώμα.
Εκεί τον βρήκε και του ξέσκισε την όμορφή του σάρκα,
και το κοντάρι πίσω ανάσπασε᾿ κι ο σιδερένιος Άρης
εμούγκρισε, θαρρείς και φώναζαν εννιά χιλιάδες, δέκα,
θνητοί, τρανό που άνοιξαν πόλεμο και κονταροχτυπιούνται.
Οι Τρώες κι οι Αργίτες κατατρόμαξαν, τους λύθηκαν τα γόνα᾿
τόσο 'αγρια μούγκρισεν ο ανέμπληστος για μάχες Άρης τότε.
Όπως απλώνεται από σύγνεφο πηχτή μαυρίλα ολούθε,
μετά από λιόκαμα, προμήνυμα πως έρχεται μπουρίνι,
και στο Διομήδη τέτοιος φάνηκεν ο σιδερένιος Άρης,
στα ουράνια πλάτη όπως ανέβαινε σε νέφη τυλιγμένος.
Κι έφτασε γρήγορα στον Όλυμπο, στ᾿ αθάνατα λημέρια,
και πικραμένος δίπλα κάθισε στο Δία, το γιο του Κρόνου.
Του δείχνει την πληγή, το αθάνατο που του χυνόταν αίμα,
καί με κλαφτή φωνή άνεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Πατέρα Δία, το βλέπεις το άδικο κι αλήθεια δε θυμώνεις;
Όλοι οι θεοί βασανιζόμαστε φριχτά, κακό γυρεύει
ο ένας του άλλου να κάνει πάντα του για των θνητών τη χάρη.
Μαζί σου τώρα εμείς τα βάζουμε, τι άμυαλη κόρη εγέννας,
ανάθεμα τη, κι έχει αδιάκοπα δουλειές κακές στο νου της.
Οι άλλοι θεοί μαθές, στον Όλυμπο που ζούμε, ό,τι προστάζεις
το κάνουμε όλοι, κι ένας ένας μας στο θέλημα σου σκύβει.
Μονάχα αυτή ποτέ δεν παίδεψες με λόγο για με πράξη,
μον᾿ την αφήνεις, τι τη γέννησες τη διαστραμμένη ατός σου.
Κι έσπρωξε τώρα τον απόκοτο γιο του Τυδέα Διομήδη
χέρι ν᾿ ασκώσει στους αθάνατους θεούς ο μανιασμένος᾿
πρώτα ζυγώνοντας ελάβωσε στο χεραρμό την Κύπρη,
μετά, θεός λες κι ήταν, χίμιξε στον ίδιο εμένα πάνω.
Μα εμέ τα πόδια μου με γλίτωσαν τα γρήγορα, τι ειδάλλως
ακόμα εκεί θα βασανιζόμουν μες στα φριχτά κουφάρια,
για θα 'μουν ζωντανός, μα ξέψυχος απ᾿ του χαλκού τους βρόντους.»
Κι είπεν ο Δίας ταυροκοιτώντας τον ο νεφελοστοιβάχτης:
«Τι μου 'ρχεσαι κοντά, πεντάγνωμε, και κλαψουρίζεις τώρα;
δῦν᾿ Ἄϊδος κυνέην, μή μιν ἴδοι ὄβριμος Ἄρης.
ὡς δὲ ἴδε βροτολοιγὸς Ἄρης Διομήδεα δῖον,
ἤτοι ὃ μὲν Περίφαντα πελώριον αὐτόθ᾿ ἔασε
κεῖσθαι ὅθι πρῶτον κτείνων ἐξαίνυτο θυμόν,
αὐτὰρ ὃ βῆ ῥ᾿ ἰθὺς Διομήδεος ἱπποδάμοιο.
οἳ δ᾿ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾿ ἀλλήλοισιν ἰόντες,
πρόσθεν Ἄρης ὠρέξαθ᾿ ὑπὲρ ζυγὸν ἡνία θ᾿ ἵππων
ἔγχεϊ χαλκείῳ μεμαὼς ἀπὸ θυμὸν ἑλέσθαι:
καὶ τό γε χειρὶ λαβοῦσα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη
ὦσεν ὑπὲκ δίφροιο ἐτώσιον ἀϊχθῆναι.
δεύτερος αὖθ᾿ ὡρμᾶτο βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης
ἔγχεϊ χαλκείῳ: ἐπέρεισε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη
νείατον ἐς κενεῶνα ὅθι ζωννύσκετο μίτρῃ:
τῇ ῥά μιν οὖτα τυχών, διὰ δὲ χρόα καλὸν ἔδαψεν,
ἐκ δὲ δόρυ σπάσεν αὖτις: ὃ δ᾿ ἔβραχε χάλκεος Ἄρης
ὅσσόν τ᾿ ἐννεάχιλοι ἐπίαχον ἢ δεκάχιλοι
ἀνέρες ἐν πολέμῳ ἔριδα ξυνάγοντες Ἄρηος.
τοὺς δ᾿ ἄρ᾿ ὑπὸ τρόμος εἷλεν Ἀχαιούς τε Τρῶάς τε
δείσαντας: τόσον ἔβραχ᾿ Ἄρης ἆτος πολέμοιο.
οἵη δ᾿ ἐκ νεφέων ἐρεβεννὴ φαίνεται ἀὴρ
καύματος ἐξ ἀνέμοιο δυσαέος ὀρνυμένοιο,
τοῖος Τυδεί̈δῃ Διομήδεϊ χάλκεος Ἄρης
φαίνεθ᾿ ὁμοῦ νεφέεσσιν ἰὼν εἰς οὐρανὸν εὐρύν.
καρπαλίμως δ᾿ ἵκανε θεῶν ἕδος αἰπὺν Ὄλυμπον,
πὰρ δὲ Διὶ Κρονίωνι καθέζετο θυμὸν ἀχεύων,
δεῖξεν δ᾿ ἄμβροτον αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς,
καί ῥ᾿ ὀλοφυρόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
Ζεῦ πάτερ οὐ νεμεσίζῃ ὁρῶν τάδε καρτερὰ ἔργα;
αἰεί τοι ῥίγιστα θεοὶ τετληότες εἰμὲν
ἀλλήλων ἰότητι, χάριν ἄνδρεσσι φέροντες.
σοὶ πάντες μαχόμεσθα: σὺ γὰρ τέκες ἄφρονα κούρην
οὐλομένην, ᾗ τ᾿ αἰὲν ἀήσυλα ἔργα μέμηλεν.
ἄλλοι μὲν γὰρ πάντες ὅσοι θεοί εἰσ᾿ ἐν Ὀλύμπῳ
σοί τ᾿ ἐπιπείθονται καὶ δεδμήμεσθα ἕκαστος:
ταύτην δ᾿ οὔτ᾿ ἔπεϊ προτιβάλλεαι οὔτέ τι ἔργῳ,
ἀλλ᾿ ἀνιεῖς, ἐπεὶ αὐτὸς ἐγείναο παῖδ᾿ ἀί̈δηλον:
ἣ νῦν Τυδέος υἱὸν ὑπερφίαλον Διομήδεα
μαργαίνειν ἀνέηκεν ἐπ᾿ ἀθανάτοισι θεοῖσι.
Κύπριδα μὲν πρῶτον σχεδὸν οὔτασε χεῖρ᾿ ἐπὶ καρπῷ,
αὐτὰρ ἔπειτ᾿ αὐτῷ μοι ἐπέσσυτο δαίμονι ἶσος:
ἀλλά μ᾿ ὑπήνεικαν ταχέες πόδες: ἦ τέ κε δηρὸν
αὐτοῦ πήματ᾿ ἔπασχον ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν,
ἤ κε ζὼς ἀμενηνὸς ἔα χαλκοῖο τυπῇσι.
τὸν δ᾿ ἄρ᾿ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς.
μή τί μοι ἀλλοπρόσαλλε παρεζόμενος μινύριζε.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
του Άδη η Αθηνά το κράνος φόρεσε, να μην τη νιώσει εκείνος.
Κι ο Άρης ο ανήλεος σαν αντίκρισε το θείο Διομήδη ομπρός του,
μεμιάς αφήνει το θεόρατο Περίφα ξαπλωμένο,
εκεί που απ᾿ την αρχή τον σκότωσε και τη ζωή του επήρε,
κι αυτός γραμμή στον αλογόχαρο Διομήδη πέφτει απάνω.
Κι όπως τρεχάτοι κοντοζύγωσαν ο ένας του άλλου χιμώντας,
πιο πάνω από ζυγό και νιόλουρα του ρίχνει πρώτος ο Άρης
με χάλκινο κοντάρι, θέλοντας να πάρει τη ζωή του.
Μα πρόλαβε η Αθηνά η γλαυκόματη και με το χέρι πέρα
του το 'σπρωξε, μακριά απ᾿ τ᾿ αμάξι τους, να φύγει στα χαμένα.
Δεύτερος χύθηκε ο βροντόφωνος απάνω του Διομήδης,
και το κοντάρι του το χάλκινο σπρώχνει η Αθηνά Παλλάδα
στο κατωκοίλι του Άρη, όπου 'δενε τρογύρα του το ζώμα.
Εκεί τον βρήκε και του ξέσκισε την όμορφή του σάρκα,
και το κοντάρι πίσω ανάσπασε᾿ κι ο σιδερένιος Άρης
εμούγκρισε, θαρρείς και φώναζαν εννιά χιλιάδες, δέκα,
θνητοί, τρανό που άνοιξαν πόλεμο και κονταροχτυπιούνται.
Οι Τρώες κι οι Αργίτες κατατρόμαξαν, τους λύθηκαν τα γόνα᾿
τόσο 'αγρια μούγκρισεν ο ανέμπληστος για μάχες Άρης τότε.
Όπως απλώνεται από σύγνεφο πηχτή μαυρίλα ολούθε,
μετά από λιόκαμα, προμήνυμα πως έρχεται μπουρίνι,
και στο Διομήδη τέτοιος φάνηκεν ο σιδερένιος Άρης,
στα ουράνια πλάτη όπως ανέβαινε σε νέφη τυλιγμένος.
Κι έφτασε γρήγορα στον Όλυμπο, στ᾿ αθάνατα λημέρια,
και πικραμένος δίπλα κάθισε στο Δία, το γιο του Κρόνου.
Του δείχνει την πληγή, το αθάνατο που του χυνόταν αίμα,
καί με κλαφτή φωνή άνεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Πατέρα Δία, το βλέπεις το άδικο κι αλήθεια δε θυμώνεις;
Όλοι οι θεοί βασανιζόμαστε φριχτά, κακό γυρεύει
ο ένας του άλλου να κάνει πάντα του για των θνητών τη χάρη.
Μαζί σου τώρα εμείς τα βάζουμε, τι άμυαλη κόρη εγέννας,
ανάθεμα τη, κι έχει αδιάκοπα δουλειές κακές στο νου της.
Οι άλλοι θεοί μαθές, στον Όλυμπο που ζούμε, ό,τι προστάζεις
το κάνουμε όλοι, κι ένας ένας μας στο θέλημα σου σκύβει.
Μονάχα αυτή ποτέ δεν παίδεψες με λόγο για με πράξη,
μον᾿ την αφήνεις, τι τη γέννησες τη διαστραμμένη ατός σου.
Κι έσπρωξε τώρα τον απόκοτο γιο του Τυδέα Διομήδη
χέρι ν᾿ ασκώσει στους αθάνατους θεούς ο μανιασμένος᾿
πρώτα ζυγώνοντας ελάβωσε στο χεραρμό την Κύπρη,
μετά, θεός λες κι ήταν, χίμιξε στον ίδιο εμένα πάνω.
Μα εμέ τα πόδια μου με γλίτωσαν τα γρήγορα, τι ειδάλλως
ακόμα εκεί θα βασανιζόμουν μες στα φριχτά κουφάρια,
για θα 'μουν ζωντανός, μα ξέψυχος απ᾿ του χαλκού τους βρόντους.»
Κι είπεν ο Δίας ταυροκοιτώντας τον ο νεφελοστοιβάχτης:
«Τι μου 'ρχεσαι κοντά, πεντάγνωμε, και κλαψουρίζεις τώρα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου