Πέμπτη 30 Ιουνίου 2022

Για μια νεφέλη μιας πεταλούδας τίναγμα

  Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.

Την ώρα που ο Αίας απεφάσισε να αυτοκτονήσει, εμπιστεύθηκε τον γιο του, τον Ευρυσάκη στον αδελφό του, τον Τεύκρο.
Ο Τεύκρος, γιος του βασιλιά της Σαλαμίνας Τελαμώνα και αδελφός του Αίαντα, έλαβε μέρος στον τρωικό πόλεμο, όπου διακρίθηκε ως τοξότης. Όταν επέστρεψε στη Σαλαμίνα, ο πατέρας του δεν τον δέχτηκε, γιατί έκρινε ότι δε συμπαραστάθηκε αρκετά στον αδελφό του Αίαντα, που αυτοκτόνησε, επειδή οι Αχαιοί δεν έδωσαν σ' αυτόν ως αριστείο τα όπλα του Αχιλλέα.

Εικόνα: Αμφορέας του καλλιτέχνη Εξηκία σε ερυθρόμορφη τεχνική 5ος αιώνας π.χ.χ. Στην εμπρόσθια όψη εικονίζονται δύο ήρωες. Ο Αχιλέας και ο Αίαντας κάθονται αντικριστά και παίζουν επάνω σε ένα απλό τραπεζάκι ένα παιχνίδι που εφεύρε ο Παλαμήδης. Από το στόμα τους διαβάζουμε τι έριξαν: Ο Αχιλλέας τέσσερα, ο Αίαντας τρία. Είναι και οι δύο ντυμένοι πολεμικά, και παίζουν ζάρια για να περάσει η ώρα, ενώ έχουν βάρδια στον πόλεμο της Τροίας. Φορούν θώρακες στους μηρούς και τα μπράτσα. Κρατούν τα δόρατα στο χέρι για να είναι πανέτοιμοι, ενώ κράνος και ασπίδα είναι ακουμπισμένα στο πλάι κοντά.. Η ασπίδα του Αίαντα είναι διακοσμημένη με το Γοργόνειο του Φόβου, ενώ στην ασπίδα του Αχιλλέα που του έφτιαξε ο Ήφαιστος διακρίνουμε το κεφάλι Σειληνού, ένα φίδι και πάνθηρα.

 Στην τραγωδία «Αίας» του Σοφοκλή, η ασπίδα είναι το μοναδικό αντικείμενο που παραδίδει στον γιο του ο Αίας πριν την αυτοκτονία του. Μετά την άλωση της Τροίας, ο Ευρυσάκης επέστρεψε στη Σαλαμίνα, όχι όμως στο ίδιο πλοίο με τον θείο του. Ο Τελαμών θύμωσε γιατί ο Ευρυσάκης ήρθε μόνος του και όταν γύρισε ο Τεύκρος τον έδιωξε. Ο Τεύκρος υπακούοντας σε χρησμό του Απόλλωνα, πήρε τότε τον Ευρυσάκη, πήγε στην Κύπρο και ίδρυσε εκεί την ομώνυμη πόλη Σαλαμίνα ως ανάμνηση της πατρίδας του.. 

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

... ες γην εναλίαν Κύπρον, ου μ' εθέσπισεν
οικείν Απόλλων, όνομα νησιωτικόν
Σαλαμίνα θέμενον της εκεί χάριν πάτρας.

....................................................................

ΕΛΕΝΗ

Ουκ ήλθον ες γην Τρωάδ', αλλ' είδωλον ην.
...................................................................

ΑΓΓΕΛΟΣ

Τι φης;
Νεφέλης άρ' άλλως είχομεν πόνους πέρι;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ: ΕΛΕΝΗ.

 

 

«Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»*

 

 

 

Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές

5

αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.

 

Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες· δε θα τολμούσα να πω φιλήματα·
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.

 

 

 

«Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

 

 

 

Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών·

 

 

η μοίρα μου που κυματίζει

 

ανάμεσα στο στερνό σπαθί


ενός Αίαντα

15

και μιαν άλλη Σαλαμίνα

 

μ' έφερε εδώ, σ' αυτό το γυρογιάλι.*

 

 

Το φεγγάρι

 

βγήκε απ' το πέλαγο σαν Αφροδίτη·
σκέπασε τ' άστρα του Τοξότη,* τώρα πάει νά 'βρει
την Καρδιά του Σκορπιού,* κι όλα τ' αλλάζει.

20

Πού είν' η αλήθεια;

 

Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης·
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.*

 

 

 

Αηδόνι ποιητάρη*,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ' ακροθαλάσσι του Πρωτέα*

25

σ' άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,

 

κι ανάμεσό τους —ποιος θα το 'λεγε;— η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια* της ερήμου· την άγγιξα, μου μίλησε:
«Δεν είν' αλήθεια, δεν είν' αλήθεια» φώναζε.

30

«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.

 

Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».

 

 

 

Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό

 

 

το ανάστημα

 

ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα·

35

ζωντανό δέρμα, και τα μάτια

 

με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.*

 

 

Και στην Τροία;

 

Τίποτε στην Τροία — ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.

40

Κι ο Πάρης, μ' έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν

 

 

πλάσμα ατόφιο·*

 

κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.

 

 

 

Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης·
 

45

τόσες ψυχές

 

δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη



μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου

50

για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.

 

Κι ο αδερφός μου;*

 

 

Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,

 

τ' είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ΄ανάμεσό τους*;

 

 

 

«Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

 

 

 

Δακρυσμένο πουλί,

 

 

στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη

55

που έταξαν* για να μου θυμίζει την πατρίδα,

 

άραξα μοναχός μ' αυτό το παραμύθι*,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών·

 

 

αν είναι αλήθεια

60

πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,

 

ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το 'χει μες στην μοίρα του ν' ακούσει

65

μαντατοφόρους* που έρχουνται να πούνε

 

πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.

στ. 14-15: το στερνό σπαθί: το σπαθί με το οποίο αυτοκτόνησε ο Αίας, γεγονός που στάθηκε αιτία να εξοριστεί ο Τεύκρος και να εγκατασταθεί στη Σαλαμίνα της Κύπρου (μιαν άλλη Σαλαμίνα).

ΒΛ. :

Γ. Σεφέρης, Ελένη







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου