Τζιτζερναγκαπέρτ: ένα άγνωστο μνημείο (γενοκτονίας, που ξεχάστηκε από πολλλούς Ελληνες πρωθυπουργούς...)
Γυρνώντας δεκάδες χρόνια πίσω, ο αρχιτέκτονας Σασούρ Καλασιάν πίσω, περιγράφει τη σοβιετική πραγματικότητα του 1965, την επιρροή των έργων του Τσαρέντς, την απαγορευμένη θρησκευτική μουσική, τις συγκεντρώσεις στο κέντρο του Ερεβάν με τη συμμετοχή πλήθους διαδηλωτών.
Ναρέκ Νιγκογοσιάν
Μεταφραση: Σαγίκ ΜπερμπεριάνΓυρνώντας δεκάδες χρόνια πίσω, ο αρχιτέκτονας Σασούρ Καλασιάν πίσω, περιγράφει τη σοβιετική πραγματικότητα του 1965, την επιρροή των έργων του Τσαρέντς, την απαγορευμένη θρησκευτική μουσική, τις συγκεντρώσεις στο κέντρο του Ερεβάν με τη συμμετοχή πλήθους διαδηλωτών.
Οι διαδηλώσεις αυτές με αφορμή τα πενήντα χρόνια από τη Γενοκτονία προβλημάτισαν τη σοβιετική κυβέρνηση της εποχής: τι απόφαση θα μπορούσαν να λάβουν που να ικανοποιούσε το λαό χωρίς να απορριφθεί από τη Μόσχα; Θα έπρεπε οπωσδήποτε να την τεκμηριώσουν και να την παρουσιάσουν γραπτώς. Αποφασίζουν τελικά να κατασκευαστεί ένα μνημείο και επιλέγουν ως καταλληλότερη τοποθεσία το Τζιτζερναγκαπέρτ. Για την ακριβή του μορφή ωστόσο απευθύνονται στους νεαρούς τότε αρχιτέκτονες και έτσι προκύπτουν τα πρώτα προσχέδια του μνημείου. Η κυβέρνηση δίνει στους αρχιτέκτονες διορία ενός μήνα:
«δεν ξέραμε τι να κάνουμε, είμασταν όλοι προβληματισμένοι. Έπρεπε να είναι κάτι μακάβριο, ένα νεκροταφείο λόγου χάριν, αλλά να συμβολίζει και τον αγώνα, τα νεκροταφεία δε συμβολίζουν αγώνες»
και δείχνει ο αρχιτέκτονας μια φωτογραφία της πρώτης λύσης, ένα σταυρό βάθους εννέα μέτρων μέσα στον οποίο έπρεπε ο επισκέπτης να κατέβει από μια σκάλα.
«Είχαμε φανταστεί τότε έναν πελώριο τάφο σε σχήμα σταυρού πάνω στον οποίο θα στεκόταν ένα καμπαναριό ενώ στην είσοδο του μνημείου θα δέσποζε το άγαλμα του Βαρτάν Μαμιγκονιάν ως σύμβολο του αγώνα του αρμενικού λαού. Όταν όμως παρουσιάσαμε την πρότασή μας στους εκπροσώπους της κυβέρνησης εκείνοι θεώρησαν πως μπαίνοντας κάποιος εκεί μέσα δεν θα είχε πια θέληση για ζωή και έτσι, όπως ήταν επόμενο, απορρίφθηκε».
Στο μυαλό του αρχιτέκτονα το μνημείο είχε ένα συμβολισμό τελείως διαφορετικό από αυτόν του τάφου και αυτός ήταν ο λόγος που εγκρίθηκε από τη σοβιετική κυβέρνηση. Συμβόλιζε το θρήνο, αλλά συγχρόνως τον αγώνα και την αναγέννηση.
«Οι δώδεκα πλάκες δεν είναι σκυμμένες, αντιθέτως έχουν μόλις ανοίξει: είναι η πληγή στην καρδιά που δεν κλείνει. Και ο επιβλητικός στήλος είναι ο ανθός που έχει σκίσει τη γη και την άσφαλτο και υψώνεται περήφανα προς τον ουρανό. Έχετε προσέξει πως δίπλα σε κάθε ανθό υπάρχει και ένας μικρότερος, ώστε εάν ο ένας δεν επιβιώσει, να συνεχίσει ο άλλος να ζει; Μέσα από τα σχέδιά μου, αυτό το μήνυμα πίστεψα πως πρέπει να περάσει το μνημείο-σύμβολο του μεγαλύτερου πόνου του λαού μας».
Διαβάστε ολόκληρη την ιστορία εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου