"Πάνω στην Ακρόπολη, στον σιωπηλό μυχό αυτού του βγαλμένου από την προϊστορία τόπου, υψώνεται ένας λόγος γεμάτος πάθος, σχεδόν κραυγή, βοή σύντομη, ακέραιη, συμπαγής, ογκώδης, διαπεραστική, κοφτερή, αποφασιστική:
Le Corbusier, Κείμενα για την Ελλάδα, μτφρ. Λήδα Παλλαντίου, Εκδ. Αγρα.
Το Ερέχθειον έχει χαρακτηρισθεί ως το κομψότερο και συνάμα το πιο ιδιόρρυθμο κτίριο της αθηναϊκής Ακροπόλεως. Στη θέση του μάλλον υπήρχε παλαιότερος, μικρών διαστάσεων ναός (της Αθηνάς;) του 8ου αι. π.Χ. Μολονότι από πολύ νωρίς το κτίσμα συνδέθηκε με τον Εριχθόνιο, του οποίου ο μυθικός Ερεχθεύς ίσως να αποτελεί απλή προσωποποίηση, ο όρος «Ερέχθειον» (= οίκος του Ερεχθέως) είναι αρκετά ύστερος. Αναφέρεται από κείμενο του περιηγητή Παυσανία (βλ. κείμενο Παυσανίa εντός αυτής της εγγραφής). Αρχικά απεκαλείτο ναός ή σηκός ή ιερόν του Ερεχθέως, αλλά η πιο συχνή ονομασία του ήταν «αρχαίος νεώς» ή «ο νεώς ο εν τη πόλει εν ώ το αρχαίον άγαλμα».
Από τον Ομηρο αναφέρεται ως "πίων νηός" και πυκινός δόμος "Ερεχθήος". Ηταν αφιερωμένος στην Αθηνά Πολιάδα, την προστάτιδα της πόλης.
Κατά μία άποψη, οι απαρχές του κλασσικού Ερεχθείου πρέπει να αναχθούν στα χρόνια του Περικλέους και η κατασκευή του να αποδοθεί στον Μνησικλή, όμως ως επικρατέστερη χρονολογία κατασκευής του θεωρείται η περίοδος της Νικίειου Ειρήνης (421-415 π.Χ.). Βέβαιο είναι ότι οι εργασίες διακόπηκαν για ένα διάστημα εξαιτίας της καταστροφής των αθηναϊκών δυνάμεων στη Σικελία το 413 π.Χ. Κατά πάσα πιθανότητα επαναλήφθηκαν το 409/8 π.Χ. από τον Φιλοκλή, έπειτα από τις νέες νικηφόρες επιχειρήσεις του Αλκιβιάδους το 410 π.Χ. Το 406/5 π.Χ. θα πρέπει να υπήρχε ακόμα πλάι του ο «αρχαίος νεώς» της Αθηνάς, ο οποίος έκρυβε ένα μέρος της νότιας πρόσοψης του Ερεχθείου. Πότε ακριβώς ''απαλλάχθηκε'' το Ερέχθειο από την ''ενοχλητική'' παρουσία του δεν ξέρουμε, εντούτοις η άποψη ότι ο «αρχαίος νεώς» επέζησε μέχρι τα χρόνια του Παυσανίου (2ος αι. μ.Χ.) δεν είναι διόλου πειστική. Το Ερέχθειο αφιερώθηκε στην Αθηνά και στον Ποσειδώνα («θεοί σύνναοι»), ο οποίος εν μέρει ταυτιζόταν με τον Ερεχθέα, και ήταν το ιερότερο οικοδόμημα της Ακροπόλεως.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η ασυνήθιστη διάρθρωση του κτιρίου, που είναι όμως εξηγήσιμη αν αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες που την υπαγόρευαν. Αφενός η ανωμαλία του εδάφους καθιστούσε απαραίτητη την ανάπτυξη του χώρου σε τρία διαφορετικά επίπεδα. Αφετέρου, η ανάγκη να συμπεριληφθούν στο νέο κτίσμα όσο το δυνατόν περισσότερα από τα «αρχαία σημεία»-σύμβολα που συνδέονταν με τις παλαιότερες λατρείες και τον προγενέστερο ναό καθώς και ο κατ' ουσίαν μυστηριακός χαρακτήρας των λατρευτικών πράξεων που τελούνταν εκεί επέβαλλαν αρχιτεκτονική διαμόρφωση διαφορετική από τα καθιερωμένα πρότυπα.
Δομικά το Ερέχθειον αποτελείται από δύο τμήματα (ανατολικό και δυτικό). Μία εξάστυλη ιωνική στοά παρείχε είσοδο στο μονόχωρο ανατολικό τμήμα, που ήταν αφιερωμένο στην Αθηνά. Εκεί φυλασσόταν το πανάρχαιο - όρθιο ή καθιστό - λατρευτικό ξόανο της θεάς («άγιον βρέτας»/«έδος»/«είδωλον»/«ξόανον»/«διιπετές» = εξ' ουρανού), κατασκευασμένο μάλλον από ξύλο και πιθανώτατα πρωτόγονης μορφής, στο οποίο απευθυνόταν η λατρεία και το οποίοέντυναν με τον πέπλο Διαβάστε και δείτε την παράδοση του πέπλουσε σε ψηφιακή μορφή εδώ...κατά την εορτή (βλ.καιΑρρηφόρια) των Παναθηναίων(βΛ. και Η μαγεία του τίμιου ξύλου).
Για το στήσιμο του ξοάνου της Αθηνάς μέσα στο ναό του Εκατόμπεδου τελεούταν κάθε χρόνο
αναμνηστική εορτή που τηνσυνόδευαν πάντα ιππικοί αγώνες. Η γιορτή αυτή ωνομάσθηκε
από τον ίδιο τον Εριχθόνιο "Αθήναια" αλλά αργότερα όταν γιόρταζαν μαζί όλοι οι κάτοικοι
της Αττικής (παν Αθήναι) πήρε το όνομα "Παναθήναια".
Μπροστά από το άγαλμα έκαιγε «χρυσή λυχνία» (λυχνάρι που όπως λέει ο Παυσανίας, το γέμιζαν μια φορά το χρόνο κι αυτό ήταν αρκετό για να παραμένει η φλόγα άσβεστη μέρα και νύχτα), έργο του Καλλιμάχου (5ος αι. π.Χ.), και πάνω από αυτήν βρισκόταν χάλκινος φοίνιξ.
Εκατέρωθεν της εισόδου βρίσκονταν δύο παράθυρα, ενώ η οροφή ήταν ξύλινη και διακοσμημένη με φατνώματα. Η μορφή του εσωτερικού της ανατολικής αίθουσας δεν μπορεί να προσδιορισθεί με σαφήνεια, δεδομένου ότι ο χώρος υπέστη μετατροπές στα μεσαιωνικά χρόνια.
Ο Καλλίμαχος ήταν όχι μόνον ο δημιουργός τού Κορινθιακού κιονοκράνου,αλλά καί στενός συνεργάτης τού Ικτίνου κατά τήν κατασκευήν τού ναού τού Επικουρείου Απόλλωνος.
Συμφώνως δέ μέ τήν περιγραφήν τού περιηγητού Παυσανίου διά τό έν Ακροπόλει Ερεχθείον "...ΛΥΧΝΟΝ ΔΕ ΤΗ ΘΕΩι ΧΡΥΣΟΥΝ ΚΑΛΛΙΜΑΧΟς ΕΠΟΙΗΣΕΝ...ΦΟΙΝΙΞ ΔΕ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΛΥΧΝΟΥ ΧΑΛΚΟΥΣ ΑΝΗΚΩΝ ΕΣ ΤΟΝ ΟΡΟΦΟΝ ΑΝΑΣΠΑι ΤΗΝ ΑΤΜΙΔΑ.Ο ΔΕ ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ Ο ΤΟΝ ΛΥΧΝΟΝ ΠΟΙΗΣΑΣ,ΑΠΟΔΕΩΝ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΕΣ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗΝ,ΟΥΤΩ ΣΟΦΙΑ ΠΑΝΤΩΝ ΕΣΤΙΝ ΑΡΙΣΤΟΣ ΩΣΤΕ ΚΑΙ ΛΙΘΟΥΣ ΠΡΩΤΟΣ ΕΤΡΥΠΗΣΕ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑ ΕΘΕΤΕ ΚΑΤΑΤΗΞΙΤΕΧΝΟΝ Η ΘΕΜΕΝΩΝ ΑΛΛΩΝ ΚΑΤΕΣΤΗΣΕΝ ΕΦ'ΑΥΤΩι" (Παυσανίου,Ελλάδος περιήγησις - Αττικά).Εκατέρωθεν της εισόδου βρίσκονταν δύο παράθυρα, ενώ η οροφή ήταν ξύλινη και διακοσμημένη με φατνώματα. Η μορφή του εσωτερικού της ανατολικής αίθουσας δεν μπορεί να προσδιορισθεί με σαφήνεια, δεδομένου ότι ο χώρος υπέστη μετατροπές στα μεσαιωνικά χρόνια.
Το δυτικό τμήμα βρισκόταν 3μ. χαμηλότερα του ανατολικού και ήταν μικρότερο από εκείνο. Εσωτερικά διακρινόταν σε δύο μέρη, τον δίχωρο σηκό, αφιερωμένο στη λατρεία του Ηφαίστου και του Βούτου (επωνύμου ήρωος του γένους των Ετεοβουταδών), και τον πρόδομο με τρεις εισόδους (από βορρά, δύση και νότο), όπου λατρευόταν ο Ποσειδών-Ερεχθεύς. Τη βόρεια είσοδο στέγαζε μεγαλοπρεπές πρόπυλο από 6 ιωνικούς κίονες σε διάταξη Π, ενώ την οροφή στόλιζαν μαρμάρινα φατνώματα. Στην αριστερή πλευρά του δαπέδου, πριν από τη μεγάλη θύρα, βρισκόταν ο βωμός του Διός Υπάτου (είχε σχηματιστεί από τα λιωμένα υλικά των θυσιών) και στον παρακείμενο βράχο υπήρχαν τα σημάδια που είχε αφήσει η τρίαινα του Ποσειδώνος κατά τη φιλονικία του με την Αθηνά ή το σημάδι του κεραυνού, με τον οποίο ο Ζεύς σκότωσε τον Ερεχθέα (για να φαίνεται από που είχε πέσει ο κεραυνός, ένα κομμάτι της στέγης είχε μείνει ανοιχτό).Στο ίδιο σημείο τοποθετείτο και ο τάφος του Ερεχθέως. Μαρμαροστρωμένη αυλή και κλίμακα στα ανατολικά του βορείου προπύλου χρησίμευε για τη μετάβαση από το ένα επίπεδο στο άλλο. Εντός του προδόμου υπήρχε η «Ερεχθηίς θάλασσα», το φρέαρ του αλμυρού νερού που ανέβλυσε όταν ο Ποσειδών χτύπησε το βράχο με την τρίαινά του, ενώ το νοτιοδυτικό άκρο του έκλεινε πρόσταση σχήματος Π με μορφές γυναικών (Κόρες ή Καρυάτιδες) εν είδει κιόνων, την οροφή της οποίας κοσμούσαν εσωτερικά φατνώματα. Στη δυτική πλευρά του ποδίου της πρόστασης μικρό άνοιγμα οδηγούσε κάτω στον τάφο του Κέκροπος, έναν απλό τύμβο σε κάποια γωνία του παλαιού μυκηναϊκού ανακτόρου. Στον ημιυπαίθριο προαύλιο χώρο εμπρός από την δυτική πρόσοψη, ο οποίος προϋπήρχε του Ερεχθείου ως τέμενος προς τιμήν της Πανδρόσου, φυλασσόταν η ιερή ελιά της Αθηνάς, ενθύμιο του μυθικού αγώνα της θεάς εναντίον του Ποσειδώνος. Στον σηκό συναντούσε κανείς ζωγραφικές παραστάσεις με θρησκευτική θεματολογία και μαρμάρινους θρόνους που προορίζονταν για τους ιερείς του Ηφαίστου και του Βούτου· εδώ ή στο σηκό του ανατολικού τμήματος κατοικούσε και ο «οικουρός όφις» της Αθηνάς, στον οποίο απευθύνονταν πλωθώρα προσφορών. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε εάν οι εγκάρσιοι τοίχοι που σημειώνονται στο εσωτερικό του δυτικού τμήματος υφίσταντο εξαρχής ή προστέθηκαν αργότερα (κάποιοι τους αποδίδουν σε επισκευή του 377/6 π.Χ.)· στην αρχική φάση του κτιρίου υπήρχαν στον βόρειο και στο νότιο τοίχο από πέντε ανοίγματα, που προφανώς σχετίζονταν με τις πέντε θεότητες που λατρεύονταν στο Ερέχθειον. Τέλος, ο δυτικός τοίχος «προς το Πανδροσείω» είχε διώροφη πρόσοψη και σχημάτιζε στο πάνω μέρος του ένα είδος στοάς.
Αξιοσημείωτος είναι και ο γλυπτός διάκοσμος του Ερεχθείου. Τον νότιο τοίχο διέτρεχε κατά μήκος «επικρανίτις ζώνη» με ανάγλυφα ανθέμια και άνθη. Η ζωφόρος, που κοσμούσε μονάχα την ανατολική πλευρά, περιλάμβανε όχι ανάγλυφες αλλά ανεξάρτητες (ολόγλυφες) γλυπτές μορφές, σμιλευμένες ξεχωριστά σε λευκό μάρμαρο, οι οποίες τοποθετήθηκαν επί σκούρου ελευσινιακού μαρμάρου. Η αναγνώριση του περιεχομένου των παραστάσεων της είναι αδύνατη εξαιτίας των εκτεταμένων καταστροφών που έχει υποστεί. Πιθανόν είναι να παρίστανε θέματα σχετικά με τις πολλές λατρείες του χώρου είτε μύθους σχετιζόμενους με τους παλαιούς-μυθικούς βασιλείς της Αθήνας (Κέκρωψ, Ερεχθεύς, κ.ά.). Άγνωστη παραμένει και η θεματολογία των τριών αετωμάτων που κοσμούσαν την ανατολική και δυτική πλευρά του κυρίως κτιρίου και τη βόρεια πρόσταση. Η σίμη του Ερεχθείου ήταν διακοσμημένη με λεοντοκεφαλές και ανθεμωτά ακροκέραμα, ενώ στην ανατολική και δυτική πλευρά του κτιρίου τις οροφές ομόρφαιναν ξύλινα επίχρυσα φατνώματα με φυτικά μοτίβα.
Τον 1ο μ.Χ. προκλήθηκαν σοβαρές βλάβες στο Ερέχθειον (στο δυτικό τμήμα και στο βόρειο πρόπυλο) από πυρκαγιά, που ίσως να οφειλόταν στη χρήση φλογοβόλων από τους Ρωμαίους του Σύλλα (86 π.Χ.). Στην εποχή του Οκταβιανού Αυγούστου (α΄ ήμισυ 1ου αι. μ.Χ.) το κτίριο επισκευάσθηκε μερικώς. Την παλαιοχριστιανική περίοδο μετατράπηκε σε εκκλησία της Θεομήτωρος, με αποτέλεσμα να προστεθεί αψίδα στον ανατολικό πρόδομο και να αλλοιωθεί η κάτοψή του εκ θεμελίων προκειμένου να διαιρεθεί σε τρία κλίτη. Στην Φραγκοκρατία χρησιμοποιήθηκε ως τόπος διαμονής (παλάτι) των δουκών της Αθήνας, ενώ στους χρόνους της Τουρκοκρατίας στέγασε το χαρέμι του Τούρκου φρουράρχου των Αθηνών και έπεσε θύμα διαρπαγής του λόρδου Έλγιν, ο οποίος αφαίρεσε μία Καρυάτιδα τοποθετώντας στη θέση της ογκώδη πεσσό. Κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης τουρκική οβίδα γκρέμισε τμήμα του νοτίου τοίχου, θάβοντας στα ερείπια τον αγωνιστή Γκούρα και την οικογένειά του. Έπειτα από την ανεξαρτητοποίηση του ελληνικού κράτους, το 1845, άρχισαν οι πρώτες αναστηλωτικές εργασίες, που συνεχίστηκαν και εξελίχθηκαν σταδιακά μέχρι τις μέρες μας.
Κάτοψη του Ερεχθείου, με αναφορά στις λατρείες που στεγάζονταν στο οικοδόμημα. Νοτίως του κτιρίου επισημαίνεται με διαγραμμίσεις η θέση του αρχαίου ναού της Αθηνάς, με τον οποίο συνυπήρξαν για αρκετό χρονκό διάστημα.
Κάτοψη του Ερεχθείου. Χαρακτηριστική είναι η τριμερής διάταξη των χώρων, οφειλόμενη τόσο σε φυσικούς όσο και σε λατρευτικούς παράγοντες.
Αναπαράσταση του Ερεχθείου. Στον δυτικό προαύλιο χώρο στεγαζόταν η ιερή ελιά που είχε φυτέψει η θεά Αθηνά κατά την διάρκεια της διαμάχης της με τον Ποσειδώνα για την κυριαρχία στην Αθήνα.
Λεπτομέρεια της εικ. 40. Υποθετική αποκατάσταση των ζωγραφικών παραστάσεων που κοσμούσαν την ζωφόρο και τον τοίχο της βόρειας πρόστασης του Ερεχθείου.
Συγκριτική αντιπαράσταση των κατόψεων του Ερεχθείου των κλασσικών χρόνων και της παλαιοχριστιανικής περιόδου, οπότε μετατράπηκε σε εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία.
Νίκος Σάμιος με πληροφορίες από τις πηγές , "Η Ακρόπολη. Το Μουσέιο της Ακρόπολης" ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΕΡΒΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, δημοσίευση "ΤΑ ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ" της ΕΛΕΝΗΣ ΚΟΜΙΑΝΟΥ- ΑΛΑΜΑΝΟΥ Κέρκυρα 1996,youTube
Εύχομαι κάποια στιγμή πάλι όλα αυτά να έχουν την πραγματική Ελληνική τους ταυτότητα και όχι απλά να είναι τουριστικά αξιοθέατα , εσεται ημαρ .
ΑπάντησηΔιαγραφήολα τα blogs που ασχολούνται με τα πατρώα εθνικά θέματα και μόνο.
http://ethnika-patroa.blogspot.gr/
Για αυτούς που έχουν το ανάλογο κύτταρο δεν αποτελούν μόνο τουριστικά αξιοθέματα, ανκαι μπορώ να πω ότι περισσότερα γνωρίζουν οι ξένοι παρά οι Ελληνες τους οποίους θεωρώ στην συντριπτική τους πλειοψηφία απλά εληνόφωνους.
ΑπάντησηΔιαγραφή