Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Η ελληνική κουκουβάγια

Σήμερα η κουκουβάγια athene noctua υπάρχει σχεδόν σε όλες τις ηπείρους, από την δυτική Ευρώπη και την βόρεια Αφρική μέχρι την κεντρική Ασία και την Κίνα. Έχει εισαχθεί στη Αγγλία εδώ και περίπου 100 χρόνια.
Ζει σχετικά κοντά στον άνθρωπο, που την συμπεριέλαβε σε δημοτικά τραγούδια, μύθους και παροιμίες. Τα μεγάλα μάτια της και η στάση του σώματος της είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που της προσδίδουν σοφία. Όμως όταν αντιληφθούμε τον τρόπο ζωής του εν λόγω αρπακτικού καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι μόνο η εμφάνιση της που την κάνει σοφή. Η φύση την έχει προικίσει με μοναδικές ικανότητες. Περισότερα...
«Γλαύξ γαρ ημών, πριν μάχεσθαι, τον στρατόν διέπτατο»
Αριστοφάνης, Σφήκες1086


Η κουκουβάγια στην ιστορία
Ανατρέχοντας στην ιστορία, διαβάζουμε ότι από τον 5ο π.Χ. αιώνα η Αθήνα χρησιμοποιώντας τον άργυρο που εξορύσσετο από νησιά του Αιγαίου άρχισε να κόβει το δικό της νόμισμα, τις «αθηναϊκές γλαύκες». Στη μια όψη του νομίσματος απεικονιζόταν η θεά Αθηνά και στην άλλη η αρχαία γλαύξ, η σημερινή κουκουβάγια.
«Αθηναϊκή Γλαύκα» Αργυρό τετράδραχμο του 5ου αιώνα π.Χ.
Για χιλιάδες χρόνια τώρα η «γλαύξ» θεωρείται σύμβολο της σοφίας, επειδή
ήταν το αγαπημένο πτηνό της θεάς Αθηνάς, η οποία ήταν, και εκτός των άλλων, θεά της σοφίας. Η «γλαύξ» φώλιαζε σε αφθονία στους πρόποδες της ακρόπολης σαν απόδειξη ότι είχε την ευχή της θεάς. Η σύνδεση της με την Αθηνά αναγράφεται και απεικονίζεται ποικιλοτρόπως σε πολλά αρχαία έργα. Αναφέρεται ότι χρησιμοποιήθηκε από τη θεά κι ως αγγελιοφόρος. Οι κάτοικοι της Αθήνας πίστευαν πως η θεά Αθηνά έπαιρνε συχνά τη μορφή της «γλαυκός», όταν ήθελε να παρουσιαστεί στους ανθρώπους. Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα με τον Αριστοφάνη (βλέπε παραπάνω λεζάντα), μια νίκη κατά των Περσών κερδήθηκε ένα σούρουπο μόλις μια «γλαύξ» φάνηκε να πετάει πάνω από τις ελληνικές δυνάμεις.
Γλαύκα (Tyto alba)
Η «γλαύξ» των αρχαίων Ελλήνων, το σύμβουλο σοφίας και έμβλημα της θεάς Αθηνάς, γραπτώς κι εικονογραφημένο, δεν αντιστοιχεί στη σημερινή γλαύκα. Στις απλοϊκές εικονογραφήσεις των αρχαίων, η δικιά τους «γλαύξ» υποδηλώνει ανοιχτόχρωμα μάτια όπως αυτά της Athene noctua και όχι σκοτεινά όπως αυτά της γλαύκας (Tyto alba). Άρα η «γλαύξ» των αρχαίων περισσότερο ταιριάζει με την ημι-νυχτόβια κουκουβάγια Athene noctua παρά με την νυχτόβια γλαύκα Tyto alba.

Επίσης η συνήθεια της να κάθεται στητή εντελώς φανερά σημαίνει ότι συναντάται αρκετά συχνά. Λίγο πολύ οι περισσότεροι Έλληνες έχουμε δει την κουκουβάγια, κάτι που σίγουρα ίσχυε και για τους αρχαίους προγονούς μας, οι οποίοι τη χρησιμοποίησαν στα έργα τους, εφόσον η εικόνα της κουκουβάγιας ήταν σε αυτούς πιο γνώριμη από ό,τι τα άλλα νυχτόβια είδη της οικογενείας των γλαυκών.
Η συνήθεια της να κάθεται στητή εντελώς φανερά σημαίνει ότι συναντάται αρκετά συχνά.
Μερικούς αιώνες αργότερα βρίσκουμε την κουκουβάγια συμπτωματικά να εμπλέκεται στην επιστήμη. Ένας από τους πατέρες της ιριδολογίας θεωρείται ο Ούγγρος Ignaz von Peczely (1826-1911). Η ιστορία αναφέρει ότι όταν ήταν 11 χρονών, προσπάθησε να απελευθερώσει μια κουκουβάγια που είχε παγιδευτεί στον κήπο, όταν κατά λάθος της έσπασε το ένα πόδι. Ο νεαρός Ignaz κράτησε το πουλί για να το περιθάλψει. Σχεδόν αμέσως μετά από το ατύχημα, παρατήρησε να εμφανίζεται μια σκούρα ράβδωση στο κάτω μέρος του ματιού από το μέρος του τραυματισμένου ποδιού. Όσο περνούσαν οι μέρες το σημάδι άρχισε να τροποποιείται μέχρι που εξαφανίστηκε με την πλήρη θεραπεία του πουλιού. Την κράτησε μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάρρωση και μετά την απελευθέρωσε. Παρόλα αυτά, το πουλί παρέμεινε στον κήπο του για πολλά χρόνια. Έτσι η συνάντηση του με την κουκουβάγια ήταν η αιτία για τον Ignaz von Peczely να σπουδάσει ιατρική και να αρχίσει να μελετά τις ίριδες των ασθενών του. 

Λήμνος, Β.Α. Αιγαίο, Αύγουστος
Κατευθύνομαι προς την είσοδο μιας μάντρας, όπου θέλω να εξετάσω αν η κουκουβάγια της περιοχής έχει κάνει επίθεση στα αυγά μιας κότας που τυχαίνει να τα κλωσάει πάνω στο σανό που είναι αποθηκευμένο μέσα. Μπαίνω προσεχτικά μέσα με τη φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι και έτοιμος για οποιοδήποτε ενδεχόμενο, όμως μέσα δεν υπάρχει ούτε κότα ούτε κουκουβάγια. Δυο από τα τέσσερα αυγά στο σανό είναι ανοιγμένα με τέτοιο τρόπο, που φαντάζεται κανείς ότι τα έκοψε στα δυο η κουκουβάγια με το ράμφος της, χρησιμοποιώντας το σαν κομπρεσέρ. Οι περισσότεροι Λημνιοί σήμερα, που έχουν κι από ένα κοτέτσι, κατηγορούν την κουκουβάγια για την αρπαγή των μικρών πουλιών τους μέσα από το κοτέτσι, κάτι που θεωρώ άδικο και αβάσιμο, εφόσον κανένας τους δε έχει δει με τα μάτια του μια τέτοια πράξη από την κουκουβάγια. Παρόλο που έχω δει κουκουβάγιες να παραμονεύουν κοντά σε κοτέτσια, πιστεύω ότι η κουκουβάγια προτιμάει το υγρό των αυγών, μόνο αν της δοθεί η ευκαιρία για μια εύκολη πρόσβαση σε απροστάτευτα αυγά. Σε όλα τα περιττώματα κουκουβάγιας που έχω δει πάντα οι ενδείξεις φανερώνουν ότι τρέφεται επί το πλείστον με έντομα, ειδικά με έναν ντόπιο γρύλο που υπάρχει σε αφθονία στο νησί. 
Η κουκουβάγια είναι συχνός επισκέπτης στους αχυρώνες και τα κοτέτσια
Βγαίνω από τη μάντρα και , καθώς σουρουπώνει, ανιχνεύω την οροφή μήπως δω την κουκουβάγια. Επάνω στα κεραμίδια είναι ομοιόμορφα τοποθετημένες μεγάλες πέτρες, για να μην τα παρασύρει το μελτέμι. Η κουκουβάγια γνωρίζει ότι οι πέτρες μοιάζουν με την ίδια στο μέγεθος και στο χρώμα, για αυτό και συχνά κάθεται καρτέρι στην οροφή χωρίς να τραβάει την προσοχή κατά τις πρωινές και απογευματινές ώρες όταν ο ήλιος είναι ακόμη χαμηλά στον ορίζοντα. Όμως δεν τη βλέπω πουθενά και καθώς περνάει η ώρα μένω μόνος μου με τις σκέψεις μου: «ό,τι τράβηξα για σήμερα, τράβηξα». Κι ενώ ο ήλιος είναι έτοιμος να βασιλέψει, αποφασίζω να μαζέψω τον εξοπλισμό μου. Έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε που παρατηρώ και φωτογραφίζω αυτό το όμορφο και συμπαθητικό πουλί και αύριο θα είναι η τελευταία μου μέρα μαζί της.
Η κουκουβάγια γνωρίζει ότι οι πέτρες στην οροφή των καλυβιών μοιάζουν με την ίδια στο μέγεθος και στο χρώμα, για αυτό και συχνά κάθεται καρτέρι στην οροφή χωρίς να τραβάει την προσοχή.
Athene noctua
Η κουκουβάγια ανήκει στην οικογένεια των γλαυκών, όπως και η γλαύκα, ο μπούφος, ο γκιώνης, ο χούχουλας και το χαροπούλι. Για πολλούς το όνομα «κουκουβάγια» χρησιμοποιείται για όλα τα μέλη της οικογένειας των γλαυκών ανεπιτυχώς, γιατί η κουκουβάγια, Athene noctua indigena, διαφέρει πολύ από τα υπόλοιπα μέλη. Είναι από τα μικρότερα μέλη της οικογενείας που απαντούν στην Ελλάδα με μέσο βάρος 150-230 γραμμάρια, μέσο άνοιγμα φτερών 54-58 εκ. και μέσο μήκος περίπου 19-25 εκ. από το άκρο του ράμφους ως το άκρο της ουράς. Εκτός από το μέγεθος διαφέρει και στον τόπο διαμονής με προτίμηση τις ανοιχτές εκτάσεις και τους αγρούς, αποφεύγοντας τα πυκνά δασώδη μέρη. Περνάει τον περισσότερο καιρό κοντά στο έδαφος και κυνηγάει κυρίως το σούρουπο και την αυγή. Ο πιο κοντινός της συγγενής είναι η Athene cunicularia hypugaea που ζει στην Β. Αμερική.
Μάτια που καρφώνουν!
Αντίθετα με άλλα πουλιά η κουκουβάγια έχει μεγάλο κεφάλι με σχεδόν επίπεδο πρόσωπο και μεγάλα κίτρινα μάτια που, όπως όλα τα άλλα μέλη των γλαυκών κοιτάνε προς τα εμπρός. Το χρώμα των ματιών συνήθως είναι ενδεικτικό για το πότε ένα πουλί είναι ενεργό. Αυτές που κυνηγάνε με το φως του ηλίου όπως οι κουκουβάγιες έχουν κίτρινα μάτια και είναι ημι-νυχτόβιες, ενώ οι γλαύκες που έχουν σκούρα μάτια είναι νυχτόβιες. Για την πληρέστερη εκμετάλλευση του υπάρχοντος φωτός ο οφθαλμός αντί να πάρει σχήμα μπάλας έχει πάρει κωνικό σχήμα με το πίσω μέρος να καταλήγει σε μυτερό σημείο επιτρέποντας στην κουκουβάγια να βλέπει σε πολύ λίγο φως. Όμως το σχήμα σε συνδυασμό με το μεγάλο μέγεθος των ματιών έχει ως αποτέλεσμα τα μάτια της κουκουβάγιας να παραμένουν ακινητοποιημένα μέσα στις εσοχές του κρανίου αναγκάζοντας την περιστροφή του προσώπου προς το σημείο που θέλει να δει. Άλλο μειονέκτημα που προκύπτει από αυτή την ιδιομορφία είναι η εμφάνιση αστιγματισμού που σημαίνει ότι δεν μπορεί να εστιάσει σε πολύ κοντινές αποστάσεις οπότε χρειάζεται να αισθανθεί την τροφή της με τις ειδικές φτερούγες crines που υπάρχουν γύρω από το ράμφος της. Γι’ αυτό και στις περισσότερες γλαύκες το ράμφος φαίνεται να χάνεται μέσα στο φτέρωμα του προσώπου.
Η κουκουβάγια λόγω αστιγματισμού χρειάζεται να αισθανθεί την τροφή της με τις ειδικές φτερούγες crines που υπάρχουν γύρω από το ράμφος της.
Όπως τα περισσότερα αρπαχτικά, η κουκουβάγια είναι εφοδιασμένη με ένα κοφτερό κυρτό ράμφος και πολύ δυνατά και θανατηφόρα νύχια, με τα οποία πιάνει κυρίως μεγάλα έντομα, σκουλήκια, κάμπιες, βατραχάκια, σαύρες και σπανιότερα, συνήθως την εποχή του ζευγαρώματος, ποντίκια και μικρά πουλιά. Αυτό που δεν είναι κοινώς γνωστό είναι ότι στο κάθε ένα από τα τρία νύχια της υπάρχει ένα μικρό αυλάκι στο μέσα μέρος. Παλαιότερα, οι ορνιθολόγοι θεωρούσαν ότι τα αυλάκια υπήρχαν για να ρέει το αίμα της λείας της ώστε να μπορεί να τη θανατώνει πιο γρήγορα και αποτελεσματικά. Όμως σήμερα έχει παρατηρηθεί ότι στα θηράματα, όπως τα τρωκτικά, η κουκουβάγια τσιμπάει με το δυνατό ράμφος της το πίσω μέρος του κεφαλιού, φέρνοντας το θάνατο σχεδόν ακαριαία, οπότε έτσι αποδυναμώνεται η αρχική άποψη. 
Η κουκουβάγια βασίζεται σε έτοιμες φωλιές ή τρύπες, όπως σε κουφάλες δέντρων, κουνελότρυπες και άλλα υπόγεια τούνελ άλλων ζώων, όπως του τυφλοπόντικα, της αλκυόνας κ.α
Τον Φεβρουάριο η κουκουβάγια ψάχνει και βρίσκει τη δικιά της περιοχή χωρίς όμως να χτίζει τη δικιά της φωλιά. Βασίζεται σε έτοιμες φωλιές, όπως σε κουφάλες δέντρων, κουνελότρυπες και άλλα υπόγεια τούνελ άλλων ζώων, όπως του τυφλοπόντικα, της αλκυόνας κ.α., μάντρες, αποθήκες ζωοτροφών και άλλα παλιά κτίρια. Σε κάθε περιοχή υπάρχουν τρεις ή τέσσερις «εστίες-φωλιές». Αργότερα, την εποχή του ζευγαρώματος, τον Μάρτιο, το ζευγάρι αποφασίζει ποια εστία να χρησιμοποιήσει ως κύρια φωλιά. Κατά το μήνα Μάρτιο το κάλεσμα του αρσενικού πουλιού ακούγεται μέρα και νύχτα. Τέλη Απριλίου, το θηλυκό γεννά 3-5 αυγά, τα οποία χρειάζονται περίπου 4 εβδομάδες για να εκκολαφθούν από την ίδια καθώς το αρσενικό απασχολείται με την εξασφάλιση τροφής. Όταν εμφανιστούν τα μικρά, οι γονείς συνεχίζουν να τα προσέχουν για ακόμη 5-7 εβδομάδες περίπου, όταν πλέον θα έχουν γίνει ανεξάρτητα και φεύγουν για την εντόπιση δικών τους περιοχών. 
Ευτυχώς για την ίδια, η ακινησία της σε συνδυασμό με τη γήινη απόχρωσή της εξασφαλίζουν ένα πολύ καλό καμουφλάρισμα με αποτέλεσμα να κάθεται μπροστά μας χωρίς να την έχουμε αντιληφθεί.
Το γεγονός ότι δεν είναι τελείως νυχτόβιο, όπως τα περισσότερα μέλη της οικογενείας, σημαίνει ότι συχνά τη βλέπουμε την ημέρα να κάθεται στητή σε στύλους του φράχτη, κορυφές βράχων, σκεπες και άλλα φανερά μέρη. Ευτυχώς για την ίδια, η ακινησία της σε συνδυασμό με τη γήινη απόχρωσή της εξασφαλίζουν ένα πολύ καλό καμουφλάρισμα με αποτέλεσμα να κάθεται μπροστά μας χωρίς να την έχουμε αντιληφθεί.
Πιστεύεται ότι οι περισσότερες κουκουβάγιες θανατώνονται ή τραυματίζονται σοβαρά από τροχοφόρα.
Δεν είναι απειλούμενο είδος, όμως ο αριθμός τους σίγουρα έχει μειωθεί τα τελευταία 20 χρόνια, καθώς η τυχαία συνάντηση με μια κουκουβάγια σήμερα είναι σπανιότερη. Δεν έχει πολλούς φυσικούς εχθρούς και πιστεύεται ότι οι περισσότερες κουκουβάγιες θανατώνονται ή τραυματίζονται σοβαρά από τροχοφόρα καθώς κυνηγάνε έντομα που βρίσκονται επάνω στο θερμό οδόστρωμα την νύχτα.

Το τελευταίο ραντεβού
Είναι 6:30 το πρωί και τα βουνά στο βάθος είναι ακόμη σε σιλουέτα με τον ουρανό από πάνω να παίρνει διάφορες θερμές αποχρώσεις, θυμίζοντας ότι άλλη μια καλοκαιριάτικη μέρα είναι έτοιμη να ξημερώσει. Πριν φτάσω στη μάντρα όπου συχνάζει η κουκουβάγια, σβήνω τα φώτα και παρκάρω το αμάξι αρκετά μέτρα μακριά. Μέσα στο ημίφως ετοιμάζω τον εξοπλισμό μου, γεμίζω τις τσέπες του γιλέκου μου με φιλμ και με το παγούρι γεμάτο δροσερό νερό από μια ντόπια πηγή κι αναχωρώ για τη δική μου «φωλιά», ένα κρυφό σημείο όπου τρεις εβδομάδες πριν επέλεξα ως το ιδανικότερο σημείο, από όπου θα μπορούσα να έχω την κοντινότερη πρόσβαση στη ζωή της κουκουβάγιας χωρίς να την ενοχλώ. Είναι Αύγουστος και το μελτέμι των 4-5 μποφόρ φυσάει ανάμεσα από τις αστιβιές, τα γαϊδουράγκαθα και τα συρματοπλέγματα. Η βουή του βοριά προσθέτει «surround» ήχο σε μια εικόνα που τέλεια απεικονίζει την ιδιομορφία του «ξερονησιού» στο οποίο βρίσκομαι. Έχω στήσει τον εξοπλισμό μου και βρίσκομαι στη θέση μου όταν ο ήλιος μόλις αρχίζει να ξεπροβάλει πίσω από τις απέναντι βουνοκορυφές. Η κουκουβάγια ακίνητη, στέκεται επάνω σε ένα πάσαλο μπροστά από την είσοδο σε ένα από τις πολλές εστίες της περιοχής της. Η συγκεκριμένη εστία είναι ένα λοξό τούνελ που περνά τον τοίχο της μάντρας και οδηγεί μέσα στον χώρο της αποθήκης με το άχυρο. Εκτός από τα έντομα και τρωκτικά που προσφέρει η αποθήκη, η συγκεκριμένη εστία δεν προσφέρεται για φωλιά, όμως η ύπαρξή της είναι πολύτιμη για την αποφυγή από κάποιο εχθρό. 
Παραμονεύοντας στην είσοδο της μάντρας.
Εκεί που «στεκοκοιμόταν» και δεν έδειχνε να βρίσκεται σε εγρήγορση, ξαφνικά τεντώνεται, λυγίζει τα γόνατα και πετάγεται στον αέρα. Αμέσως μετά πετάει απέναντι σε ένα υψωμένο στύλο του φράχτη, όπου κάθεται και επεξεργάζεται με προσοχή τους ήχους που καταφθάνουν στα αυτιά της. Έχει μάτια και αυτιά κατάλληλα προσαρμοσμένα για να κυνηγά τη λεία της σε ελάχιστο φως. Όμως στο απόλυτο σκοτάδι η αίσθηση της ακοής χρησιμεύει σχεδόν αποκλειστικά στη θέση της όρασης. Μόλις ακούσει τη λεία της, στρέφει το κεφάλι προς τη πηγή του ήχου. Με το πλατύ της πρόσωπο να λειτουργεί ως ραντάρ, συγκεντρώνει και διακρίνει ήχους από μια ευρεία περιοχή. Εφόσον προσδιορίσει την πηγή του ήχου και αντικρίσει τη λεία της, περιμένει να ακούσει ακόμη έναν ήχο για να επιτεθεί.
Μόλις ακούσει τη λεία της, στρέφει το κεφάλι προς τη πηγή του ήχου.
Σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του ραντάρ παίζει η ασύμμετρη θέση των αυτιών στο κεφάλι. Πιο συγκεκριμένα η οπή στο δεξί μέρος είναι συνήθως τοποθετημένη πιο ψηλά από ό,τι η αριστερή, με αποτέλεσμα ο ήχος να φτάνει στο δεύτερο αυτί καθυστερημένα κατά δέκατα του δευτερόλεπτου. Έτσι η χρονική διαφορά μεταξύ της καταγραφής του ίδιου ήχου από τις δυο οπές καθορίζει με ακρίβεια την τοποθέτηση της ηχητικής πηγής. Επίσης σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του ραντάρ παίζουν τα ευαίσθητα φτερά του προσώπου, που είναι έτσι τοποθετημένα ώστε να καθοδηγούν τους ήχους προς τα αυτιά. Η εμβέλεια αυτού του συστήματος λέγεται ότι φτάνει τα 15 μέτρα περίπου. Η κουκουβάγια έχει και την ικανότητα να φιλτράρει τους ενοχλητικούς θορύβους της φύσης και του ανθρώπου, με αποτέλεσμα να ακούει μόνο αυτά που αντιστοιχούν στον κίνδυνο ή σε κάποια λεία της. Είναι εντυπωσιακό πως στέκεται ακίνητη χωρίς κανένα θόρυβο να της αποσπά την προσοχή, παρά μόνο αν αυτός ο ήχος αντιστοιχεί σε κάτι γνώριμο σε αυτήν.
Ψάχνοντας για ακρίδες από την κορυφή μιας αστιβιάς
Γονατισμένος μπροστά στο τρίποδο, χαμηλά μέσα στο ξηραμένο ρυάκι, παρατηρώ τη συμπαθητική συμπεριφορά της κουκουβάγιας καθώς στριφογυρίζει το κεφάλι της επάνω στο ακίνητο σώμα της. Το γεγονός ότι δεν μπορεί να στριφογυρίσει τα μάτια της μέσα στις κόγχες του κρανίου σημαίνει ότι η κουκουβάγια έχει αναπτύξει παραπάνω σπονδύλους στο λαιμό, οι οποίες της επιτρέπουν να γυρίσει το κεφάλι της αντί των ματιών για να δει προς την κατεύθυνση που θέλει. Το σύστημα αυτό της επιτρέπει να στριφογυρίσει το κεφάλι της 270ο , όμως σπάνια ξεπερνά τις 180ο. Σηκώνομαι από τη θέση μου και αγκαλιάζοντας το τρίποδο με τη μηχανή πλησιάζω την κουκουβάγια με αρκετά αργούς ρυθμούς. Η συμπεριφορά της αλλάζει και γίνεται φιλύποπτη. Σκύβει και κάνει υποκλίσεις σε τακτικούς και γρήγορους ρυθμούς. Ακινητοποιούμαι και αυτή καθησυχάζεται. Περνούν λίγα δευτερόλεπτα, χαλαρώνει και συνεχίζει ήρεμη την ανάλυση των ήχων γύρω της. Ξαφνικά τεντώνεται και πηδάει από το στύλο, πετώντας χαμηλά και γρήγορα, πάντα κοντά στο έδαφος. Φτάνει δέκα μέτρα πιο πέρα σε ένα αγαπημένο της βράχο, από τον οποίο έχει οπτική επαφή με τον εσωτερικό χώρο του κτήματος όπου βρίσκεται η μάντρα.
Σε μια εξόρμηση μου μαζί με τον φίλο φωτογράφο, Γιώργο Καραχάλιο, πλησιάζουμε τη κουκουβάγια με αρκετά αργούς ρυθμούς μετακινώντας το τρίποδο μερικά εκατοστά τη φορά!
Καθώς το διακεκομμένο βουητό του βοριά σταματάει για μερικά δευτερόλεπτα, ακούω ένα γνωστό ήχο από τη μάντρα. Ένα σφύριγμα με κάνει να υποθέσω ότι υπάρχουν γρύλοι. Η κουκουβάγια κάνει την επίθεση και αρπάζει ένα γρύλο που βρισκόταν στο υγρό έδαφος δίπλα από τη γούρνα. Η συγκεκριμένη κουκουβάγια, στις λίγες φορές που την έχω παρατηρήσει, πηγαίνει τη λεία της στο αγαπημένο της βράχο και όχι σε μια από τις εστίες της, ίσως επειδή τέτοια εποχή δεν υπάρχουν μικρά που χρειάζονται τη φροντίδα της. Μετά το γεύμα της αφήνει το βράχο για να επιστρέψει στον ίδιο στύλο του φράχτη όπου βρισκόταν και πριν. Περνάει λίγη ώρα και η άγρυπνη κουκουβάγια αρχίζει να αλλάζει συμπεριφορά. Τώρα δίνει την εντύπωση ότι είναι κουρασμένη, κλείνοντας τα μάτια της σαν να «στεκοκοιμάται». Κάθε τόσο τα ανοίγει και στρέφει το κεφάλι της προς κάποιο ήχο που προφανώς την «ξύπνησε». Μετά χαλαρώνει παίρνοντας την αρχική της θέση και ξανακλείνει τα μάτια της. Η ώρα είναι 9:30 και ο ήλιος έχει λούσει τον κάμπο με τις ζεστές του ακτίνες. Είναι η ώρα που ο ιδιοκτήτης της μάντρας, ένας παππούς, καταφθάνει πάνω στο γαϊδαράκι του για να ποτίσει τα ζώα του. Όπως έμαθα από τον μπάρμπα Βασίλη η συγκεκριμένη κουκουβάγια είναι εδώ αρκετά χρόνια.
 

«Χειμώνα – καλοκαίρι είναι εδώ και μου κάνει συντροφιά. Κάθε χρόνο, κατά τον Απρίλιο γεννά 3-4 μικρά και χαίρομαι που τη βλέπω να τα φροντίζει και να τα μεγαλώνει». Από τον μπάρμπα Βασίλη επίσης έμαθα ότι κάποτε, όταν χτίζανε τις αποθήκες για το σανό, άφηναν επίτηδες μια μικρή σήραγγα για να έχει πρόσβαση η κουκουβάγια ή και για να φωλιάσει, με το σκεπτικό ότι αυτή με τη σειρά της θα εξόντωνε τα ζημιογόνα τρωκτικά. Όμως σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει αρκετά με πολλούς από τους νέους να κυνηγάνε τις κουκουβάγιες, θεωρώντας τις ως υπεύθυνες για την εξαφάνιση των κλωσόπουλων.
Η athene noctua indigena είναι για μένα ένα πουλί με προσωπικότητα και χάρη. Το γεγονός ότι το επίπεδο πρόσωπο της με τα δυο της μάτια που κοιτάνε προς τα εμπρός θυμίζουν το δικό μας πρόσωπο και μάτια ίσως ευθύνεται για την έλξη μας προς αυτήν και για την εντύπωση ότι είναι κι αυτή έξυπνη ή και σοφή! Είναι κρίμα που οι λαϊκές δοξασίες την έχουν χρίσει ως σύμβουλο κακοτυχίας και θανάτου, κάτι που περισσότερο ταιριάζει στην γλαύκα, το πουλί της νύχτας με τα σκοτεινά και τρομαχτικά μάτια. Ευτυχώς όμως που οι αρχαίοι προγονοί μας την είχαν ως σύμβουλο της σοφίας και έμβλημα της θεάς Αθηνάς, κάτι που νομίζω ότι αξίζει σε ένα τόσο όμορφο πουλί.
Η κουκουβάγια είναι ένα όμορφο πουλί.
Γένος και εξάπλωση 
Σήμερα η μικρή κουκουβάγια Athene noctua υπάρχει σχεδόν σε όλους τους ηπείρους, από την δυτική Ευρώπη και βόρεια Αφρική μέχρι την κεντρική Ασία και την Κίνα. Έχει εισαχθεί στην Αγγλία εδώ και 100 χρόνια και πιο πρόσφατα στη Νέα Ζηλανδία. Στη βόρεια και κεντρική Αμερική υπάρχει το συγγενικό είδος Athene cunicularia hypugaea, Burrowing owl. Πολλά υποείδη έχουν καταγραφεί, όμως αυτό μπορεί περισσότερο να στηρίζεται σε μικρές διαφορές χρωματισμών και συνηθειών λόγω της διαφορετικής τοποθέτησης. Τα Β.Α. αφρικάνικα και τα μεσο-ανατολίτικα πουλιά μπορεί να αντιπροσωπεύουν ένα διαφορετικό είδος. Μάλιστα το γένος lilith φαίνεται να είναι γενετικά ξεχωριστό. Επίσης το αμερικάνικο είδος Athene cunicularia hypugaea φαίνεται να είναι πιο συγγενικό στην Athene noctua απ’ ό,τι δείχνουν οι καταχωρήσεις. Είναι σίγουρο ότι χρειάζονται περισσότερες έρευνες για να ξεκαθαρίσουμε ποια είδη είναι ίδια και ποια είναι όντως διαφορετικά.
  • Athene noctua noctua : Κεντρική Ευρώπη
  • Athene noctua vidalii : Δυτική Ευρώπη
  • Athene noctua glaux : Βόρεια Αφρική
  • Athene noctua orientalis : Turkistan
  • Athene noctua ludlowi : Θιβέτ
  • Athene noctua plumipes : Βόρεια Ανατολική Κίνα και Κορέα
  • Athene noctua indigena : Ελλάδα και τα Βαλκάνια
  • Athene noctua bactriana : Ιράν και Αφγανιστάν
  • Athene noctua lilith : Νότια Τουρκία, Μέσω Ανατολή και Αραβία
  • Athene noctua spilogastra : Σουδάν και Βόρεια Αιθιοπία
  • Athene noctua somaliensis : Νότια Αιθιοπία και Βόρεια Σομαλία
  • Athene noctua sarda : Σαρδηνία







(Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Camper, Απρίλιος - Μάιος 2006)
Πηγή...

Σύμφωνα με τις επικρατέστερες ετυμολογικές προσεγγίσεις η λέξη γλαυξ έχει άμεση σχέση με το γλαυκός (ο έχων ανοιχτό γαλάζιο χρώμα) και δόθηκε στα συγκεκριμένα πτηνά από τους αρχαίους Έλληνες εξαιτίας του λαμπερού και σπινθηροβόλου βλέμματος του πουλιού. Η επιστημονική ονομασία Strigiformes (Στριγγόμορφα), καθώς και το όνομα της οικογένειας των Στριγγιδών, ετυμολογούνται από το αρχαίο ελλ. στρίγξ, λατ. strix, το οποίο αποτελεί ηχομιμητικό της εκφραστικής φωνής του πουλιού και έχει άμεση σχέση με το ρήμα "τρίζω", καθώς και με το νεοελληνικό "στρίγγλα". "Τυτώ" ήταν στην αρχαιότητα, όπως και σήμερα, το όνομα της γλαύκας "Τυτώ η λευκή" (Tyto alba).
Πρέπει να τονιστεί πως στα Ελληνικά ο όρος "κουκουβάγια" αναφέρεται συχνά μόνο στο είδος Μικρή Κουκουβάγια ή Αθηνά η νυκτία (Athene noctua), ενώ για τα υπόλοιπα Γλαυκόμορφα χρησιμοποιείται ο όρος "γλαύκα". Παρόλα αυτά ο όρος κουκουβάγια δεν περιορίζεται σε μόνο ένα είδος, αλλά επιστημονικά περιγράφει εξίσου όλα τα μέλη της βιολογικής τάξης Γλαυκόμορφα. GPITRAL5·

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου